- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
121

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - F - Föredöme ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Föredöme — Föreslå.

121

αϊρετώτερόν μοί Εστίν. [μάλλον) βούλομαι.: f. ngt
framför allt annat, προ πάντων ποιεϊσθαί 1.
ελέ-σθαι τι. 2) andraga, άναφέρειν τι εις, Επί, πρός
τινα. είσηγεϊσθαί τί τινι. προτιθέναι τί τινι.
λόγους προσφέρειν τινί περί τίνος. λέγειν τι πρός
τινα 1. εις τινας. 3) utföra (ett tal),
άιατίθε-σθαι, di-, cΐιεξιέναι (-έρχεσθαι), προφέρειν
(λόγον).: i. ngt (i tal), άιιέναι, Εξ-, διηγεϊσθαι,
λέγειν τι. όιαλέγεσθαι περί τίνος, jfr Utföra.

Föredöme, se EfterdSme.

Förefalla, tilldraga sig, προσπίπτειν.
συμ-βαίνειν. γίγνεσθαι, συμπίπτειν (eg. samtidigt m.
ett annat).: efter förefallande omständigheter, πρός
τά συμπίπτοντα. Εκ τών άεί παρόντων 1.
υπαρχόντων.: det plägar förefalla, φιλεϊ γίγνεσθαι.
Se f. öfr. Förekomma.

Före finna, (άν)ευρίσκειν. καταλαμβάνειν.:
förefinnas, ύπάρχειν. είναι.

Föregifva, φάσκειν. προσποιεϊσθαι.
προβάλ-λεσθαι. προφασίζεσθαι. σκήπτεσθαι.: falskeligen
f., χρεύΰεσθαι. Jir För ev än da.

Föregifvande, λόγος, o. o. gm vv.: enl. f.,
λόγω (mots. εργω). Jfr Förevändning.

Föregå, 1) eg., προϊέναι. προπορεύεσθαι.
προάγειν. (προ-, Εξ)ηγεϊσθαί τινι. πρότερον 1.
εμπρο-σθεν πορεύεσθαί τίνος.: i en procession,
προπομ-πεύειν τινός.: f. ngn i ngt, ηγεμόνα είναι τινί
τίνος, ήγεισθαί τινί τίνος. 2) i tiden,
προγίγνε-σθαι. προϋπάρχειν. πρότερον 1. πρόσθεν
γίγνεσθαι.: efter föregången ransakning, γενομένης τής
κρίσεως. 3) vara fore, είναι πρό τίνος 1.
πρότερον τίνος. 4) hända, γίγνεσθαι, συμβαίνειν.
πράττεσθαι.: ngt föregår m. ngt, γίγνεται τι
περί τι.: ngt föregår, γίγνεται, πράττεται,
Επιτελείται τι. άποβαίνει τι. — föregående,
πρότερος, 3. ό, ή, τό πρόσθεν. προγεγενημένος, 3.
προϋπάρχων, ουσα, ον. παρελθών, ουσα, όν
(förfluten).: under f. natten, (Ev) τ$ πρόσθεν νυκτί.:
den f. tiden, ό πρόσθεν χρόνος.: under d. f.
tiden, πρότερον. Ev τω εμπρόσθεν χρόνω. τον
παρελθόντα χρόνον.: d. f. dagen, ή προτεραία
(ημέρα).: d. f. berättelsen, ό προειρημένος 1.
πρότερον λεγόμενος λόγος, ό εμπροσθεν λόγος, ό
πρότερος λόγος (mots. en följande 1. sednare).

Föregångare, se Företrädare.

Förehafva, Επινοεϊν. ΰιανοεϊσθαι. μηχανάσθαι.
Επιχειρείν. Ενθυμεϊσθαι. μελετάν. παρασκευάζειν.
μεταχειρίζεσθαι. πράττειν. εχειν άμφί 1. περί τι.:
f. ngt mot ngn, Επιβουλεϋειν τινί.

Förehafvande, Επινόημα, τό. διάνοια, ή.
διανόημα, τό. γνώμη, ή. Επιχείρημα, τό.
πρά-ξκ, V-

Förehålla, se Föreställa, Förebrå.

Förekalla, καλεϊν. προσκαλεϊσθαι.
μεταπέμ-πεσθαι. Jfr Instämma.

Förekasta, se Förebrå.

Förekomma, 1) tr., a) göra ngt före en
annan, φθάνειν τινά m. part. προτερεϊν,
προλαμ-βάνειν τινός, b) se Förebygga. 2) intr. a)
anträffas, förefalla, προσπίπτειν. άπαντάν.
συμβαίνειν. γίγνεσθαι, πράττεσθαι.: ngt förekommer
för mig, Επι-, Εντυγχάνω τινί. καταλαμβάνω,
προς-πίπτει, άπαντα μοί τι. Jfr Förefalla, b)
synas, förefalla, δοκεϊν, κινδυνεύειν (m.inf.),
φαί-νεσθαι, Εοικέναι (m.part.).: det f. mig, som om
jag, δοκώ μοι m. inf διανοούμαι ως m. part. —
förekommande, άρεσκος, 3. θεραπευτικός, 3.

πρόθυμος, 2. Επίχαριζ, 2.: f. väsende, άρεσκεία,ή.

För ely sa, προφαίνειν τινί. δαδουχεϊν τινι.
λύχνον προφέρειν τινί.: f. m. sitt exempel,
λαμ-πρόν παράδειγμα είναι 1. εαυτόν παρέχειν.

Förelägga, 1) framlägga, προτιθέναΐ.
παρα-τιθέναι. προβάλλειν, προτείνειν (t. ex. Ερώτημα,
αίνιγμα).: vid bordet, Επινέμειν, διανέμειν τινί
τι. παρατιθέναι (framsätta).: f. till afgörande,
Επιτρέπειν τινί τι.: f. ngn ett val, προτιθέναι
τινί αΐρεσιν. 2) bestämma, τάττειν. καθιστάναι.
προτιθέναι. προς-, Επι τάττειν· κελεύειν.

Föreläsa, άναγιγνώσκειν. ύπαναγιγνώσκειν.
παραναγιγνώσκειν (ish. till jemförelse),
άναλέγε-σ&αι.: — hålla föreläsningar, se Föreläsning.

Föreläsare, άναγνώστης, ύπαναγνώστης, ου, ό.

Föreläsning, 1) uppläsande, άνάγνωσις, ή.
2) föredrag, άκρόασις, ή. δεϊξις, ή. Επίδειξις, ή.
λόγοι, οι.: hålla f. för ngn, λόγους 1. άκρόασιν
ποιεϊσθαί Επί τίνος.

F ö r e 1 ö ρ a, a) eg., προτρέχειν. προθεϊν. b) se
Föregå.

Förelöpare, πρόδρομος, ό.

Föremål, χρήμα, πράγμα, τό. jfr Sak.: f.
för behandling (i tal 1. skrift), νπόθεσις, ή.
λόγος, o. jfr Ämne. — Ofta uttryckes det icke
gm särskildt ord. t. ex. philosophiens f., τά τής
φιλοσοφίας 1. τά περί τήν φιλοσοφίαν.: sjöyrket är
ett f. för konst, τό ναυτικόν τέχνης Εστίν.: vara
f. för kärlek, begär, Εράσθαι, Επιθυμεϊσθαι.: f.
för kärlek, τό Ερώμενον 1. ού Εράταί τις, äfv. bl.
ερως, ωτος, ό.: f. för hat, smälek, μϊσος,
όνειδος τό.

Förena, 1) tr., a) sammanföra till ett,
συνά-γειν (εις ταυτόν). (σνμ)μιγνύναι (smnblanda). b)
se Förbinda 2). c) se Förlika. 2) ref., f.
sig a) på ett ställe, εις ταύτόν 1. εϊς εν
συνελ-θεϊν. ομού 1. άμα 1. καθ’ εν γίγνεσθαι,
συμμι-γνύναι. προσμιγνύναι. b) se Förbinda 2).

Förening, se Förbindelse.

Föreningsband, -länk, σύνδεσμος, ό. τό
συνάπτον, συνδέον, συνέχον. κοινωνία, ή.: utgöra
f., se Förbinda 2).

Förenkla, άφελέστερον 1. άπλούστερον ποιειν
1. κατασκευάζειν.

Förenlig, άρμόττων, συναρμόττων, ουσα,
ον. όμοιος, 3. άκόλουθος, 2.

Förenämd, se Bemäld.

Föresats, προαίρεσις, ή. γνώμη, ή. διάνοια,
ή. βουλή, ή.: fatta en föresats, se Föresätta
sig.: vidhålla en f., Εμμένειν τ»} γνώμρ. τής·
αυτής γνώμης είναι.

Förese, se Förutse.

Föresjunga, προάδειν. ήγεϊσθαι τής ωδής.
Ενδιδόναι 1. Εξάρχειν τό μέλος.

Föreskjuta, Επιβάλλειν, Εμβάλλειν (t. ex.
τον μοχλό ν).

Föreskrift, πρόσταγμα, Επίταγμα, τό.
πρόγραμμα, τό. προγραφή, ή. ορος, ό. κανών, όνος,
ό. νόμος, ό.: ge föreskrifter för ngt, διδάσκειν,
προστάττειν ως χρή ποιειν τι.: följa ngns
föreskrifter, πείθεσθαι 1. πειθαρχεϊν τινι.

F ore skrifva, τάττειν. Επι-, προστάττειν.
(δι)-ορίζειν.: i. lagar, νόμους τιθέναι 1. τάττειν 1.
γράφειν.

Föreslå, προτιθέναι. συμβουλεύειν.
εϊσηγεϊ-σθαι. παραινεϊν. λέγειν, προβαλλεσθαι (till ett
embete).: f. ngn ngt, λόγους προσφέρειν τινί περί

16

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0125.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free