- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
166

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - H - Hemresa ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

166

Hemresa — Heta.

η οϊκαδε 1. έπ* οΧκον οδός 1. πορεία.: till sjös,
o οΧκαδε πλούζ·

Hemresa, έπανιέναι, -έρχεσ&αι. άπονοστείν.

Hemsed, οϊχείον ε&ος, τό. τά οίκοι
νομιζό-μενα. τά πάτρια.^ _ _

Η em sjuka, δ της πατρίδος 1. των οΧκοι
πό-&ος.: lida af h., τήν πατρίδα 1. τά οϊκαδε
πο-&είν.

Hemsk, έκπληκτικός, 3. φρικώδης, 2. δεινός,
3. φοβερός, 3. σκυθρωπός, 3.

Hemskhet, το ίκπληκτικόν. δεινό της, η.: ss.
ksla, όρρωδία, ή. δείμα, τό.

Hemskjuta, -ställa, άπονέμειν, διδόναι,
έπιτρέπειν, έφιέναι τινί τι.: = förfråga sig, se d.

Hemsöka, μετιέναι, μετεξιέναι τινά. πιέζειν
τινά.: hemsökas af ngt, πιέζεσ&αί τινι. χαχώς
εχειν υπό τίνος. Jfr Plåga.

Hemsökelse, gm vv.

Hemvist, se Hem.

Hemväg, έπάνοδος, ή. ή οίχαδε 1. ϊπ’ οϊχον
οδός.: på hemvägen, έπανελ&ών, έπανιών,
ού-αα, όν.

Hemåt, οϊχαδε.

Hen, se Bryne.

Herberge, χαταγώγιον, τό. καταγωγή, η.
κατάλυσις, ή. ξενοδοχεϊον, τό.

Herbergera, δέχεσ&αι οικία, ύποδέχεσ&αι.
ξενοδοχεϊν. ξεινίζειν.

Herbergering, υποδοχή, ξενοδοχία, η.

Herde, νομενς, έως, ό. ποιμήν, ένος, ό (ish.
får-h.), βοτήρ, ηρος, δ. βουκόλος, ό (eg. fäherde,
sedan i allmht h. öfver större boskap).

Herdedikt, βουκολικόν {ποίημα), τό.
είδύλ-λιον, το’, έκλογή, ή.: en diktare af sdne,
βουκολικών ποιητής, ό. βουκολιαοτής, ου, ό.

Herdedrägt, ποιμενική στολή, ή. βαίτη, ή.
διφ&έρα, ή.

Herdeflöjt, σύριγξ, γγος, ή.

Herdefolk, νομάδες, ων, οι.

Herdekoja, ποιμενική στέγη, ή. επαυλις,
ίως, ή.

Herde lif, νομαδικός βίος, ο.

Herdestaf, ποιμενική ράβδος, ή.
λαγωβό-λον, τό.

Herdinna, βότειρα, ή. ποιμενική γυνή, ή.

Hermaphr ο dit, άνδρόγυνος, δ.

Hermelin, se Yessla.

Heroisk, ηρωικός, 3. ήρώος, 3. δ, η, τό τών
ηρώων. Se vidare Hjeltemodig.

Herradöme, άρχή , ή. βασιλεία, ή.: =
herravälde, se d.

Herravälde, κράτος, τό. έπικράτεια, ή.
έγκρά-τεια, ή (t. ex. ηδονών, έπι&υμιών). δεσποτεία, ή
(oinskränkt).: i stat, άρχή, η. βασιλεία, ή (en
konungs), τυραννίς, ίδος, ή (olagligt),
αυτοκρατορία, ή (sjelf herrskarens).: mottaga h.,
παραλα-βεϊν τήν άρχήν.: träda i besittning af h.,
κατα-στήναι εις τήν άρχήν.: komma till, vinna h.
öfver ngt, έπικρατήσαί τίνος.: hafva h., se
Herrska. Jfr Υälde.

Herre, κύριος, ό. δεσπότης, δ.: mina herrar!
ώ άνδρες.: vara h. öfver ngt, se Herr ska.: göra
sig till h. öfver ngt, νφ’ έαυτώ ποιείσ&αί τι.
καταστρέφεσ&αί τι.: bli h. öfver ngt,
περιγίγνε-σ&αί τίνος, κρατήσαί τίνος.: icke vara h. öfver
ngt, ακρατή είναι τίνος.: vara sin egen h.,
εαυτόν είναι, έλεύ&ερον 1. αύτόνομον είναι.: spela h.

öfver ngt, διοικεΐν τι.: utan h., αδέσποτος, 2.
ούδενός ών, ούσα, ον.

Herrefolk, οι γνώριμοι, έντιμοι, ευγενείς, oi
(adelige).

Herregunst, ή παρά τών δυνατών εύνοια 1.
χάρις. ^

Herregård, -säte, ο τον δεσπότου οίκος, τό
τ. δ. χωρίον.

Herrlig, λαμπρός, 3, μεγαλοπρεπής, 2,
με-γαλείος, 3, πολυτελής, 2 (präktig), καλός,
κάλλιστος, άριστος, d-αυμαστός, θαυμάσιος, 3
(förträfflig, dråplig), ήδιστος, 3 (högst angenäm).
χαρίεις, εσσα, εν (behaglig), σεμνός, 3 (hög,
vördnadsvärd, äfv. om yttre glans), διαφέρων, ουσα,
ον, έκπρεπής, 2 (utmärkt), ένδοξος, 2 (ärofull).

Η errlighet, λαμπρότης, ή. μεγαλοπρέπεια,
ή. πολυτέλεια, ή. κάλλος, τό. σεμνότης, ή.

Herr ska, 1) ha herravälde, κυριεύειν.
κύ-ριον είναι, τό κράτος εχειν. κρατείν, έπικρατείν.
έγκρατή είναι τίνος (öfver begär, lidelser), ΰφ*
έαυτώ εχειν τι. δεσπόζειν, δεσποτείν (oinskränkt).
τυραννείν, -εύειν (olagligt), δυναστεύειν. άρχειν,
τήν άρχήν εχειν, έν άρχρ είναι, βασιλεύειν,
βασιλέα είναι, έπιστατείν.: h. till sjös,
d-αλαττοκρα-τείν. Jfr Beherrska. 2) råda, vara gängse,
κρατείν, έπικρατείν. άκμάζειν. έπιπολάζειν. έν
ε$ει είναι 1. κα&εστάναι. äfv. m. κατέχειν ο. bl.
είναι. t. ex. hungersnöd herrskade i Athen,
λιμός κατείχε τους Ά&ηναίους.: djup tystnad
herrskar, πολλή έστι σιωπή.: om sjukdomar,
έπιδη-μείν. — herrskande, gm pctrtt.: om sjukdomar,
έπιδήμιος, 2.: h. plägseder, τά νομιζόμενα. τά
καθεστώτα.: blifva h., έκνικάν. κα&ίστασ&αι.

Herrskap, 1) se Herravälde. 2) se
Herradöme. 3) husbondefolk, δεσπόται, oi.
κύριοι, οι.

Herrskare, κύριος, ό. δεσπότης, ου, δ.
άρχων, οντος, δ. δυνάστης, ου, ό. αυτοκράτωρ,
ορος, ό. τύραννος, δ. βασιλεύς, ό ο. gm partt.

Herrskarinna, δέσποινα, δεσπότις, ή.
βασίλεια, ή.

Herrsklysten, έπε&υμών etc. (se
"Begärlig") του άρχειν. φίλαρχος, 2. άρχικός, 3.

Herrsklystnad, έπι&υμία άρχής 1. τον άρχειν.

Hertig, ήγεμών, όνος, δ. άρχων, οντος, ο.

Hertigdöme, ή του ήγεμόνος χώρα.

Hertiglig, ηγεμονικός, 3. δ, ή, τό του
ήγεμόνος.

Hes, βραγχαλέος, 3. βραγχώδης, 2. κερχαλέος,
3. κερχνώδης, 2.: h. röst, τραχεία φωνή, ή.: vara
h., βραγχάν. κερχνάν. κέρχειν.

Heshet, βράγχος, κέρχνος, ό.

Het, l)eg., S-ερμός, 3, διά&ερμος, 2 (varm,
gmvarm; äfv. fig.), καύματηρός, 3, καυματώδης,
2 (brännande), ε μπυρός, 2 (f. eld 1. solhetta
utsatt). διάπυρος, διακαής, 2 (mycket h., äfv. fig.).
ζεστός, 3 (sjudande h.). πνιγηρός, 3, πνιγώδης,
2 (qväfvande h.): det är hett, καύμά έστιν.: det
är odrägligt hett, πνίγος έστιν.: göra h.,
&ερ-μαίνειν.: blifva h., &ερμαίνεσ&αι. όξυ&υμείσ&αι.
2) se Hetsig, Häftig.

Heta, 1) kallas, δνομάζεσ&αι. όνομα εχειν.
δνομά έστί μοι. καλείσ&αι, έπικαλείσ&αι (ish. om
binamn). 2) impers., = sägas, m. λέγειν,
λέ-γεσ&αι. φάναι. äfv. είναι, t. ex. det hette i för
draget, ην 1. εΧρητο iv ταϊς σπονδαίς. 3) se B
e-tyda.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0170.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free