- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
183

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - H - Högaltare ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Högaltare — Hölja.

183

▼isa h., τιμάν τινα. τιμήν περιάητειν nw.
θερα-πε ύειν τινά.: åtnjuta h. hos ngn, τιμάσθαι πρός
τίνος, ευδοκιμεί v παρά τινι. πολνωρεϊσθαι ύπό
τίνος. Jfr Aktning.

Högaltare, πρώτος 1. μέγιστος βωμός, ό.

Högben t, μακροσκελής, 2.

Högboren, ευγενέστατος, 3.

Högdragen, σοβαρός, 3. μετέωρος, 2.
υπερήφανος, 2.

Höger, δεξιός, 3.: högra handen, ή δεξιά
(χειρ).: högra sidan, τά δεξιά. ή δεξιά.: till, på
h. (hand), iv δεξιά, ini δεξιά, ini δεξιά, iκ
δεξιάς (om ngn, τινός) ο. gm bl. t. ex. de
hade peltasterna till h., cfé|toi;? είχον τούς
πελ-ταστάς.: åt h., ini (τά) δεξιά. εις δεξιά. εις
δε-ξιάν. πρός τήν δεξιάν. milit., ini (äfv. εις, παρά)
δόρυ.: göra h. ömvändning, ini δόρυ άναστρέφειν.
vändning åt h., τρέηεσθαι ini τά δεξιά.: fr. h.,
ix τών δεξιών. I* δεξιάς. milit., ix δορός.

Högfärd, μεγαλαυχία, ή. ύηερηφανία, ή.
ό-φρύς, ύος, ή. όγκος, ό. τύφος, ό.

Högfärdig, μεγάλαυχος, 2. υπερήφανος, 2.
σοβαρός, 3. γαύρος, 2.: varah., μεγαλαυχεϊν, -σθαι.
νπερηφανεϊν. γαυριάν.

Högförräderi, ή τής ηατρίδος προδοσία.

Höghet, μέγεθος, τό. ύψος, τό. σεμνότης, ή.:
själens h., μεγαλοψυχία, ή.: bördens h.,
ευγένεια, ή.: m. h., σεμνώς.

Höghjertad, se Högsint.

Högland, τά άνω (χωρία).: i högländerna,
κατά τον άνω τόπον.

Högligen, πάνυ. μάλα. σφόδρα. διαφερόντως
ο. superi, af adjj. 1. adv ν.

Högljudd, μέγας, 3. οξύς, εϊα, ύ (gäll).
θορυβώδης, 2 (larmande).: högljudt skri, κραυγή,
ή. βοή, ή.: ropa högljudt, άναβοάν. κράζειν (skrika).

Högländ, υψηλός, 3. μετέωρος, 2. ό, ή, τό
αν ω.

Högländare, ο άνω οϊκών, ούντος.

Högmod, μεγαλοφροσύνη, ή. φρόνημα, τό.
νπερηφανία, ή. υπεροψία, ό. αύθάδεια, ή. ύβρις,
εως, ή. ο. gm neutr. af adjj.

Högmodas, μεγαλοφρονεΐν. μέγα φρονεϊν.
ιί-περηφανεϊν. μεγαλύνεσθαι. ύπερ άνθρωπον φρονεϊν-

Högmodig, υψηλόφρων, 2. μεγαλόφρων, 2.
μέγα φρονών, ούσα, ούν. υπερήφανος, 2.
ιΥπεροπτικός, 3. αύθάδης, 2. υβριστής, ού, ό·: vara h.,
se Föreg.

Högmålssak, -brott, seStatssak, -brott.

Högmält, μεγαλόφωνος, 2.

Högmögende, δυνατώτατοι, ol.

Högqvarter, gm omskr., t. ex. h. är i
staden, ol στρατηγοί σκηνούσιν iv τί} πόλει.

Högröd, πυρρός, 3.

Högsint, μεγαλόφρων, 2. υψηλόφρων, 2.
μεγαλόψυχος, 2. μεγαλόθυμος, 2. μέγα φρονών,
ούσα, ούν.

Högsinthet, μεγαλοφροσύνη, ή. μεγαλοψυχία,
ή. φρόνημα, τό. τό ύψηλόνουν.

Högskola, άκαδήμεια, ή.

Högslätt, τό όμαλόν τού ορούς 1. κατά τά όρη.

Högsommar, θέρους άκμή, ή. θέρος
άκμά-ζον, τό.

Högsäte, ό πρώτος θάκος. προεδρία, ή.

Högtals, σωρηδόν.

Högtberömd, λαμπρότατος, 3.
Επιφανέστατος, 3. Ενδοξότατος, 3.

Högtflygande, μετέωρος, 2 (eg. ο. oeg.).:
ha h. planer, μεγάλων ir/ίεσθαι.

Högtför tjent, πολλού 1. ηλείστου άξιος, 3,
om ngn, τινί. ηλεϊστα ώφελήσας τινά.

Högtid, se Fest.

Högtidlig, 1) se Festlig. 2) hög, helig,
allvarlig, σεμνός, 3. μεγαλοηρεηής, 2. εύφημος,
2. όσιος, 3.: en h. ed, μέγας όρκος.: högtidligt
lofva, θεοϊς εύξάμενον 1. θεούς ίηιμαρτυρόμενον
ύηισχνεϊσθαι.

Högtidlighet, 1) se Fest. 2) ss. egenskap,
σεμνότης, ή. τό σεμνόν, μεγαλοηρεηές.

Högtidsdag, se Festdag.

Högtrafvande, σοβαρός, 3 (om pers.),
σεμνός, 3. τραγικός, 3, κομηώδης, 2 (om tal).

Högtänkt, se Högsint.

Högt ärad, ηολυτίμητος, 2. αϊδεστός, 3.

Högvakt, φυλακτήριον, τό.

Hö g vig tig, βαρύτατος, 3. σηουδης άξιώτατος, 3.

Högvis, σοφώτατος, 3. συνετώτατος, 3.

Högättad, εύηατρίδης, ου, ό. ευγενής, 2.

Höja, 1) eg., (ύψηλότερον 1. άνωτέρω) αϊρειν.
έηαίρειν. άνατείνειν. άνέχειν. Se Lyfta.: h. sig
(om höga föremål), αϊρεσθαι (om byggnader, s.
pågå), άνέχειν. öfver ngt, ύηερέχειν τινός, (midt)
emot ngt, άνταϊρεσθαι. άντανιέναι (om murar o.
d·)· 2) fig., a) låta uppstå, frambringa, ηοιεϊν
τι. άρχε σθαί τίνος.: h. rop, skri, klagan, o. d.,
se subst.: h. sin röst, φθέγγεσθαι. inαϊρειν τήν
φωνήν. = göra den starkare, εντείνειν τήν
φω-νήν. όξυτέρα χρήσθαί τρ φωνρ.: h. sig, i allmht
γίγνεσθαι, se Uppstå, b) själ, sinne, se Lyfta,
c) i anseende, värde, betydenhet, (£7τ)αίρειν.
(in)-αυξάνειν. μείζω ηοιεϊν.: h. sig, inαϊρεσθαι.
ίηαυ-ξάνεσθαι. (μέγαν) αύξάνεσθαι. μείζω γίγνεσθαι.:
om värde, pris, smak, o. d., se Förhöja.: vara
höjd öfver mängden, ύηερέχειν τών ηολλών. Jfr
Upphöj a.

Höjd, 1) eg., ύψος, τό.: ha en h. af 20 fot,
vara 20 fot i h., se Högl).: i höjden, άνω.
μετέωρος, 2.: lyfta i höjden, μετέωρον αϊρειν.
μετεωρίζειν. άνατείνειν. 2) topp, spets, άκρον,
τό. άκρα, ή. ofta m. adj. άκρος, 3, t. ex. på
höjden af berget, iv άκρω τώ όρει. 3) upphöjning
på jordytan, μετέωρον, τό. άνάστημα, τό.
λόφος, γήλοφος, ό (kulle). 4) på höjden af
(sjö-term), ύηέρ m. gen. κατά m. acc. t. ex. kryssa
på höjden af Salamis, ηεριηλεϊν ύηερ Σαλαμίνος.
5) se Himmel. 6) fig., den högsta graden,
höjdpunkten af ngt, ακμή, ή (ss. följd af ett
aftagande). τό άκρον, τό εσχατον o. gm άκρος, 3,
έσχατος, 3.: ha stigit till sin h., iv άκμρ είναι,
άκμάζειν.: hinna höjden af något, ini 1. εις (ro)
άκρον 1. τό εσχατον ίλθεϊν 1. άφικέσθαι τινός,
άκρον γίγνεσθαι τίνος 1. εις, ηερί τι.: hinna den
h., εις τοσούον ήκειν, &θεϊν.: på sin h., se Hög.

Höjning, άρσις, ή (eg. o. oeg.). αύξησις, ή
(förökande, tilltagande), ίηιτίμησις, ή (i pris).:
h. af priset, ύηερβολή τής τιμής, ή- F. öfr. m. vv.

Hök, Ιέραξ, ακος, ό. κίρκος, ό.

Η ökar e, κάηηλος, ό. fem., καηηλίς, ίδος, ή.

Hökarbod, καηηλεϊον, τό.

Hökarhandel, καηηλεία, ή.: drifva h.,
χα-ηηλεύειν.

Hölja, καλύητειν. κατα-, ηερι-, συγκαλύη τειν.:
se vidare Be täcka.: h. sig m. vanära, ονείδη
αύτω ηεριάπτειν.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0187.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free