- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
209

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - K - Klunka ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Klunka■

K lunk a, άμυβτίζε ιν. αμυβτί πίνειν.

Kl uns, φύραμα, τό (af deg 1. d.).

Klut, λακίς, ίάος, ή.

Klyfning, σχίσις, ή. ΰιάσχισις, διατομή, ή.

Klyft, Klyfta, φάραγξ, γγος, η. ρήγμα,τό.
χάσμα, τό. σήραγξ, γγος, ή· ΰιασφαξ. γος, ή.
χαράδρα, ή. (άιαρ)ρωγή, ή· σχίσμα , τό. ξαγάς,
àcΐος, ή.

Klyftig, άεινός, 3. πανούργος, 2. σοφός, 3.
σοφιστικός, 3.

Klyftighet, σοφιστεία, ή (ss. egenskap),
σόφισμα, τό (ss. sak), τό άεινόν. τό σοφόν.

ΚΙ yfva, σχίζειν. άιατέμνειν. όικραιούν (i tu).:
k. ved, σχίζειν ξύλα. — klufven, σχιστός, 3.
cΗκρους, 2.: lätt att k., εύσχιστος, 2.

Klyka, άίκρανον, τό 1. d.

Klå, 1) gno, rifva, κνήν. κνή&ειν. όάαξάν.:
k. sig, med. af de nämnda vv. 2) genompiska,
άέρειν 3) i handel, ύπερτίμιόν τι (τινι 1. πρός
τίνα) πωλεϊν.

Klå da, 1) kittlande känning, κνησμός, ό.
ό-άαξησμός, ό. άνάάηξις, ή.: ha k., όάαξάσ&αι,
ό-άάξεσ&αι, όάάζεσθ-αι. 2) se Skabb. 3) se
0-kynne.

Klådig, 1) se Skabbig. 2) se Okynnig.

Klådighet, se Okynnighet.

Klåpa, -are, se Fuska, -are.

Kläcka (om foglar), Ιπωάζειν. νεοττεύειν.

Kläckning, Ιπωαόμός, ό. έπώασις, ή.
νεότ-τενσις, ή. νεοττεία, ή.

Kläckningstid, τής νεοττείας καιρός, ό.

Kläda, 1) sätta kläder på, ένάύειν,
άμφιεν-νύναι, περιαμπέχειν τινά τι. περιβάλλειν τινί τι.
στέλλειν τινά τινι.: k. sig, med. af d. vv.: k.
opp ngn, ιμάτια παρέχειν τινί. — klädd, a) i
mots. mot oklädd, ιματίοις χρώμ,ενος, 3.
ήμφιε-σμένος, 3. b) = välklädd, ιματίοις εύπρεπέσι
χοώμενος, 3. εύσταλής, 2. εύείματος, 2.: vara k.,
ευειματεϊν.: väl k., καλώς 1. εν περιεσταλμένος,
3.: illa k., άυσείμων, 2.: vara illa k.,
άυσειμα-τεϊν.: vara hvitk., λευχειμονεϊν.: svartk.,
μελα-νειμονεϊν.: kläda ngn i håret, se Frisera. 2)
pryda, anstå, κοσμεϊν. κόσμον φέρειν τινί. πρέπει
τί τινι. καλώς έχει τί τινι.

Kläddocka, καλλωπίστρια, ή. om en karl,
καλλωπιστής περι τήν Ισ&ήτα, ό.

Kläde, 1) ylleväfnad, ύφασμα τό ίξ έρίων.:
klädesrock, Ιμάτιον Ιρεούν, τό. 2) flik af en
väfnad, ό&όνιον, τό.: bomullsk., βύσσινον ό&.:
sidenki, σηρικόν ό&όνιον.

Klädedrägt, se Drägt.

Kläder, ιμάτια, τά. έσ&ής, ήτος, ή.
έσθ-ήμα-τα, τά.

Klädeshandlare, ίματιοπώλης, ον, ό. (fem.
ίματιόπωλις, ιάος, ή), ιματιοκάπηλος, ό.

Klädespersedel, -plagg, Ιμάτιον,
έσ&η-μα, τό (i allm.). ένάυμα, τό. περίβλημα,
περι-βόλαιον, τό (utandrägt). άμπεχόνη, ή. πέπλος, ό
(fruntimmers utanplagg). ήμιάιπλοίάιον, έγκυκλον,
τό (mantilj). χλαίνα, ή (karlars öfverdrägt).
χι-τών, ώνος, ό (lifrock, underplagg, såv. karlars
s. qvinnors).

Klädkammare, se Garderob 1).

Klädmäklare, Ιματιοκάπηλος, o.

Klädnad, se Kläder.
Klädning, 1) se Påklädning. 2) se
Klädespersedel.

-Knarra. 209

Klädsel, στολισμός, o. Se f. öfr. Kläder o.
Drägt.

Klädskåp, ιματιο^ήκη, ή.

Klämma, 1) ss. redskap, Ιπος, ό o. ή. 2) se
T rångm ål.

Klämma, d-λίβειν, πιέζειν (eg. o. oeg.).: ingen
vet, hr skon klämmer, ούάεις οϊάεν (ούκ άν εϊΰείη
τις) όπου με θλίβει.: hvar ο. en vet bäst sjelf,
hr skon kl., ούάείς που άγνοεϊ αύτός αυτού καθ·’
ό’ τι θλίβεται μέρος ό πους.

Klämning, συμπίεσις, ή. σνμπιεσμός, ό.

Klämta, κώάωνα κρούειν.

Klänga sig, 1) opp, άνέρπειν. 2) utmed
ngt (om växter), έγκισσεύεσ&αί τινι.

Kl än ge, β οστρύχιον, τό 1. βόστρυξ, χος, ό.
έλικες, αϊ.

Kläpp, ύπερος, ό 1. ϋπερον τό τον κώ&ωνος.

Klättra, άναρριχάσ&αι (opp), κα&έρπειν (ned).

Klöf, χηλή, ή.

Klöff örsedd, άίχηλος, 2.: vara k., άιχηλενειν.

Klöf häst, φορτηγός 1. φ οριηγικός ίππος, ό.

Klöfja, φορτηγώ ϊππω χρώμενον
σκευαγω-γεϊν I. d.

Klöf sad el, άστράβη, ή. σάγμα, τό.
έπίσαγ-μα, τό. καν&ήλια, τά,

Klöfsadla, Ιπισάττειν.

Klöfver, τρίφυλλον, τό (väppling).

Klöfverblad, τρίφυλλον, τό.

Klösa, άρύπτειν. άμύττειν.

Klös ning, άμυγμός, ό. άμυξις, ή.

Knacka, κρούειν. κόπτειν.; k. på dörren, τήν
&ύραν κρούειν 1. κόπτειν. &νροκοπεϊν (äfv. i allm..
eh. metaph.).

Knackning, κρούσις, ή.

Knaggla, ungef. τράχυσμα, τό.

Knagglig, τραχύς, 3.

Knagglighet, τραχύτης, η.

Knaka, κρίζειν, τρίζειν (poët.). — ψοφεϊν.

Knakande, τρισμός, ό. — ψόφ>ος, ό.

Knall, ungef. πάταγος, ό. κτύπος, ό.: dö k.
ο. fall, αιφνιδίως άπο^ανεϊν.

Knalla, παταγεϊν. βροντάν (om åskan).

Knapp, subst., σφαίρα, ή. σφαίρωμα, τό.
σφαιρίον, τό. τροχίσκος, ό (kula).: försedd med
k., σφ>αιρωτός, 3. έσφαιρωμένος, 3.: k. på
kläder (af de gamle okänd) kan återgifvas med
ένε-τή, ή 1. πόρπη, ή 1. måhända närmast med
πε-ρόνη, η.

Knapp, adj., προσεσταλμένος, 3 (om kläder).
συνεσταλμένος, 3. στενός, 3. λεπτός, 3. γλίσχρος,
3. ακριβής, 2 (om pers.).

Knapphet, συστολή, ή. γλισχρότης, ή. τό
στε-νόν. άκρίβεια, ή (sparsamhet).

Knapphändig, ό, ή, τό όι% ολίγου, άιά
τάχους 1. iv τάχει 1. σπουάρ πεποιη μένος, 3.
αυτοσχέδιος, 3. άτελής, 2.

Knapphändighet, αύτοσχεάιασμός, ό.
τάχος, τό. τό άτελές.

Knappnål, περόνη, ή. βελονίς, ίάος, ή.
βελόνη, ή.

Knappt, μόλις, μόγις. χαλεπώς. άγαπητώς.
σχολβ.: knappast, άκριβώς και μόλις.

Knapra, τρώγειν.

Knarka, se Knarra.

Knarr» 1) = knarrande. 2) om pers., ό
Επιτιμητικός. hos Sedn. γογγυστής, ό.

Knarra, 1) eg., ψοφεϊν (i allm.). κλαυαιάν

27

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0213.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free