- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
208

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - K - Klicka ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

208 Klicka -

Klicka, 1) eg., ουκ άποβαίνειν (om pil 1.
skott), ov βάλλει» (om geväret). 2) se Felslå
o. Misslyckas.

Klient, πελάτης, ov, o.: klienternas klass, το
πελατικόν.

K lifs, λίχνευμα, τό. χναυμα, τό. πέμματα
τά. τραγήματα, τά

Klifstätta, διάβασις 1. βα&μίς ή κατά
φράγμα.

Klifva, πατείν. βαδίζειν. διαβαίνει».

Klimat, κλίμα, τό. άήρ, ο1, κράσις ή τον
άέρος.: godt k., ευκρασία, ή. τό περιέχον.: lämpa
sig efter k:t, συνεξομοιούσ&αι τω περιέχοντι.

Klimp, θρομβίον, τό. βωλίον, τό.

Klimpa sig, βωλοποιεϊσ&αι.

Klimp ig, βωλοειδής, 2.

Klinga, subst., έλασμα, τό. πέταλον, τό.
</>ο£, τό.: låta springa öfver k:n, (άπο-,
κατα)-σφάττειν. κατακόπτειν.

Klinga, verb., ήχεϊν. κΐάζειν. ψοφεϊν.
φ&έγ-γεσ&αι.: jag tror, det klingar, det der, τοντί πώς
ov λαμπρόν Εστι μα&εϊν 1. άκονειν; k. med
glasen, τούς κνά&ονς σνγκροτειν. — klingande,
ήχώδης, 2. ήχών, 3. λαμπρός άκονειν. ηδύς
ά-κούειν.: k. mynt, άργύριον, τό.

Klingsmed, ξιφοποιός, ό.

Klinka (dörrk.), μοχλός, ό.

Klint, πάγος, τό.

Klippa, 1) i allm., πέτρα, ή. άπορρώξ, γος,
ή (stycke). 2) i (1. vid) hafvet, σκόπελος, ό.
σπι-λάς, άδος, ή (undervattensk.). χοιράς, άδος, ή
(far-lig). έρμα, τό (sandbank), äfv. πέτρα, ή.: full af
k:r, σπιλαδώδης, σπιλώδης, 2.: stöta på k:r,
πε-ριπίπτειν πέτραις, τόποις τραχέσιν (eg.), κίνδυνος
Εστί τινι άπό τίνος (fig·)·

Klippa, 1) tr., (άπο)κείρειν. ξνρεϊν.: låta k.
sig, gm med. af dsa vv., äfv. ξύρεσ&αι.: k. får,
προβάτων πόκον πεκτειν.: k. sina får (ordspr.),
άποκείρειν τά πρόβατα, κέρδος Ικανόν κερδαίνειν.:
k. i tu, διχοτομεϊν.: k. sönder, διακείρειν.: vara.
klippt o. skuren till ngt, πεφυκέναι m. följ. inf.
2) intr., k. m. ögonen, σκαρδαμυκτεϊν. ϊλλωπεΐν.
Se Blinka.

Klippare, 1) en s. klipper, κουρεύς, o. 2)
skälm, τριβών, ωνος, ό. 3) häst, καβάλλης, ου,
ό. Ιππάριον, τό (fale).

Klippfast, άδαμάντινος, 3. πετρώδης, 2.

Klippgrund, σπιλάς, άδος, ή (ihafvet),
φελ-λεύς, ό (på land).

Klippig, πετραΐος, 3. se under Klippa 2).:
k. ställe, πετρών, ώνος, ό.

Klippning, κονρά, ή.: fårens k., κουρά ή
τών προβάτων.

Klipp ref, ύφαλος πέτρα, ή. χοιράς, άδος, ή.

Klipsk, ενρετικός, 3. εύμήχανος, 2 (prakt.).
σοφιστικός, 3 (theoret.). πανούργος, 2.: k. fråga,
άπορος 1. αγκύλη Ερώτησις, ή.: han är ett k.
hufvud, δεινός 1. λεπτός τήν φύσιν, ενμήχανος
άνήρ Εστίν.

Klipskhet, εύμηχανία,ή. πανουργία, ή. τό
δεινόν.

Klister, κόλλη, ή.

Klistra, (σνγ)κολλάν.

Klistrig, κολλώδης, 2.

Klistring, κόλλησις, ή.

Klo, όννξ,χος, ό.: falla i ngns klor, υποχείριον
γίγνεσ&αί τινι. εις χείρας Ελ&είν τινι.: han har dem

• Klunk.

i sina klor, Ev χειρί 1. μετά χείρας έχει αυτούς.

Kloak, βορβόρον δεξαμενή 1. Εκδοχή, ή.
οχετός, ό. αποσκευή, ή.

Klocka, κώδων, ωνος, ό (ringkl., mindre).:
tempelkl., κ. ό τ ού νεώ 1. d.: tornk., κ. ό κατά
τήν τύρσιν 1. d.: ringa m. k., κρούειν τον
κώδωνα. κωδωνίζειν.

Klockare, ungef. ίεροφύλαξ, ό 1. νεωκόρος, ό.

Klockslag, κρούσμα τού κώδωνος, τό.:
komma på k:t, Ες καιρόν Ελ&εϊν.

Klockspel, συμφωνία ή άπό κωδώνων.

Klok, 1) praktiskt förståndig, φρόνιμος, 2.
σώφρων, 2. ξννετός, 3. εύβουλος, 2. έμπειρος, 2.
δεινός, 3. ευλαβής, 2 (försigtig), καλός, 3 (om
ting).: vara k., εύ φρονειν. σωφρονεϊν.: k. råd,
εύβουλία, ή. καλή βουλή, ή.: det är jag ej
klokare på än förut, ούδεν εϊς πλέον μεμά^ηκα.
ούδεν σαφέστερον 1. άκριβέστερον Εννοώ.: blef du
k. på det? μών ταύτα μεμα&ηκώς έχεις; ej bli
k. på ngt, ού ξυνιέναι τι. ου μαν&άνειν τι. 2)
vid sina sinnens bruk, έμφρων, 2. σώφρων, 2.
υγιής, 2.: vara k., φρονειν. ύγιαίνειν. νούν
έ-χειν.: göra ngn k., φρενούν, σωφρονίζειν τινά.

Klokhet, φρόνησις, ή. σωφροσύνη, ή.
ξύνε-σις, ή. εύβονλία, ή. γνώμη, ή. Εμπειρία, ή (er
farenhet). εύλάβεια, ή.: m. k., γνώμη.: det
fordrar ktn, oc λόγος όντως αίρεί.

Kloster, κοινόβιον, τό. μάνδρα, ή.
μάνδρευ-μα, τό. φροντιστήριον, τό. ήσυχαστήριον, τό.:
taga i k., μάνδρα Ενσηκάζειν. μανδρεύειν.
φρον-τιστηρίοις Ενλακκεύειν (alla endast hos Κ. F. ο.
Byzant.).

Klot, σφαίρα, ή. σφαιρίδιον, τό.: yta på ett
k., Επιφάνεια τής σφαίρας, ή.

Klotform, -gestalt, σχήμα σφαίρας, τό.
τό σφαιροειδές.

Klotformig, -rund, σφαιροειδής, 2.
σφαιρικός, 3.

Klots, κορμός, ό.: i oeg. bet. (om person),
βλάξ, κός, ό, ή.

Klubb, 1) i allm., έρανος, ό. 2) politisk,
εταιρεία, ή. σύστασις, ή. συνωμοσία, ή
(revolutionär k.).: medlem af en k., Ερανιστής, ό.
εται-ρειώτης, ό. συνωμότης, ό.

Klubba, ρόπαλον, τό. ρόπτρον, τό. κορύνη,
ή. κορδύλη, ή. ραιστήρ, ήρος, ό (smeders).

Klubbformig, -lik, ροπαλικός, 3.
κορυνώ-δης, 2.

Klubbist, se under Klubb.

Klubbslag, ροπαλισμός, ό.

K ludd, ungef. αύτοσχεδίασμα, τό.

Kludda, Επισύροντα γράφειν. Επισύρειν τά
γράμματα.

Kl udd er, αυτοσχεδιαστής, ό.

Klump, στέλεχος, κορμός, ό (se Lex.).
βώ-λος, ή (af jord 1. mineralier), θρόμβος, ο
(stelnad). μύδρος, ό (metallk.). πλή&ος, τό (mängd,
massa).

Klumpig, βραδύς, 3. παχύς, 3. άρρν&μος, 2.
άτροπος, άγροικος, άκομψος, 2 (i oeg. bet.).

Klumpighet, βραδυτής 1. βραδύτης, ή.
ά-γροικία, ή. τό άρρυ&μον. τό άκομψον.

Klumpvis, ά&ρόως.

Klunga, Εσμός 1. εσμός, δ (af bien 1.
lefvande föremål i allm.).

Klunk, άμυστις, ιος 1. ιδος, ή.: taga en k.,
άμυστιν έλκειν.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0212.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free