- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
227

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - K - Kry ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Kry

Kry, Ελαφρός, 3. εύεκηκός, 3. $ν^ωατος, 2.
Ισχύων, ουσα, ον.: k. ålderdom, γήρας έτι ϊύχύον.:
k. gubbe, ώμογέρων, οντος, o.: k. gumma,
ώμό-γραυς, ή.

Krycka, καμπύλη, ή. βακτηρία, η (staf).: gå
m. k., βακτηριάζειν (Sedn.).

Krydda, άρωμα, τό. αρτνμα, τό (matk.).
ήάυσμα, τό (eg. ο. oeg.)·: lukta af k.,
αρωματίζει. : hungern är d. bästa k., πεινώντι παν
Εστι χρήμα Εάώάιμον.

Krydda, verb., 1) eg., άρωματίζειν. άρτύειν
(tillreda ο. krydda), ήάύνειν. — kryddad,
άρω-ματίτης, ο, -ίτις, ν (t. ex. οίνος, πόσις). 2)
oeg., ήάύνειν. — kryddande, ύάυντικός, 3.

Krydd ak tig, -lik, αρωματικός, 3.
άρω-ματώάης, 2.

Kryddande, άρτυσις, ή.

Kryddbod, οϊκημα άρωματοπώλου, τό.

Kryddbröd, άρτος άρωματίτης, ο.

Kryddkramhandel, πωλητήριον, τό. Se
Kryddbod.

Kryddkrämare, άρωματοπώλης, ου, ό.

Kryddlåda, ήάυσματοθήκη, ή.

Kryddneglika, καρυόφυλλον, τό.

Kryddpeppar, 3ίνάικόν πέπερι, εως ο. ε ος, τό.

Kryddvin, άρωματίτης οίνος, ό.

Kry het, ευρωστία, ή. ισχύς, ύος, tf.

Krympa, 1) tr., kläde, βάψαντα iv tidan
πυκνούν. 2) intr., συσπάσθαι. συστέλλεσθαι.
ρι-κνούσθαι.

Krympling, ανάπηρος, ο, tf·: göra till k.,
άναπηρούν.

Krympning, συστολή, tf. ρίκνωσις, tf.

Kryp, £ωον έρπυστικόν, το’.

Krypa, 1) eg., ερπειν (i allm.). Ιλυσπάσθαι
(kräla, om maskar).: k. på fyra, τετραποάιστί
βαάίζειν 1. όάενειν. τετραποάίζειν.: k. under,
εϊςάνεσθαί n. καταάύεσθαι εις η, κατά η, έν
ηνι, υπό η.: k. ur, Εκάύεσθαί τίνος. —
krypande, έρπετός, 3. έρπυσηκός, 3.
ϊλυσπαστι-κός, 3.: k. djur, ερπετά, τά. 2) oeg., ταπεινόν
καί άνάραποάώάη 1. άρεσκον καί κόλακα εϊναι 1.
φαίνεσθαι.: k. f. ngn, ύπέρχεσθαι, άρεσκεύεσθαι,
θωπεύειν, προσκυνείν, υποπτήσσειν τινά.
ύπο-πίπτειν ηνί. — krypande, ταπεινός, 3.
άν-άραποάώάης, 2. άουλικός, 3. θωπευτικός, 3.: k.
väsen, το ταπεινόν καί σκυλακώάες.

Krypande, ερπυσμός, ο. ϊλύσπασις, tf.

Krypare, 1) eg., ίρπετόν, τό. ζωον
ερπυστι-κόν, τό. έρπηστής, ου, ό. έρπυστήρ, ήρος, ό (poët.).
2) oeg., άνάραποάώάες άνθρώπιον, τό. κόλαξ,
ό. pl., πρόσκυνες, ol.

Krypböna, ungef. φάσηλος 1. φασήολος
χα-μαίζηλος, ό.

Krypdjur, se Krypare 1).

Kryp er i, τό ταπεινόν καί άνάραποάώάες. τό
σκυλακώάες. άρεσκεία, tf. κολακεία, tf (two?, f.
ngn).

Kryphål, χειά, tf (reptiliers). </>ωλίό<τ, oc (vilda
djurs), άποκρυφή, tf. άπο-, καταφυγή, tf (äfv. oeg.).

Krypning, i kroppen, φρίκη, tf 1. κνήσις, tf.

Krypskytt, o κλεπτών θηρία.

Krypväxt, χαμαίζηλον φυτόν, τό.

Kryssa, περιπλεϊν. παραπλεϊν (vid kusten).

Krysta, θλίβειν. πιέζειν.: k. ut, fram,
βειν. Εκπονεΐν.: k. sig, Εντείνεσθαι (εις τι).
Krystande, θλϊψις, tf. πίεσις, tf.

-Kränka. 227

Kråka, κορώνι?, tf.: k. låter, κρώ£«. tf κ.
Kråkfot, en ört, κορωνόπους* ποάος, ό.: fig.:
göra 1. rita kråkfötter, ungef. σκαριφάσθαι.
Kråma sig, se Kroma sig.
Krångel, 1) inblandning i andras
angelägenheter, πολυπραγμοσύνη, tf. 2) illfundighet,
σκευώ-ρημα, τό. πανουργία, tf. κακοπραγμοσύνη, tf.
3) i rättegångsväg, στρεχροάικοπανουργία, tf.
Λ-κορραφία, tf. 4) se Gräl.

Krångelmakare, 1) πολυπράγμων, oi>o£, ο1,
tf. 2) παΐΌνρ^οί, ο, tf. κακοπράγμων, ονος, ό, tf.

3) άικοάίφης, οι;, ό. Λκορρά^οί, oc. ο1
στρεψοάι-κώ^, oij/To?. 4) se Gräl ig. Jfr Föreg.

Krångla, 1) πολυπραγμονεϊν. 2) παι/ονρ^Μ/.
κακοπραγμονεΐν. 3) στρειροάικείν. άικορραφεϊν.

4) se Gräla. Jfr Föreg.
Krånglare, se Krångelmakare.
Krånglig, 1) om personer, se
Krångelmakare. 2) om ting, se Benig 3).

Krånglighet, 1) om personer, se Krångel.
2) om ting, σύγχυσις, tf. ταραχή, tf. ακρισία,
tf. τό ασαφές, τό χαλεπό v.
Krås, se Inelfvor.

Kräfstinn, 1) mätt, άιακορής I. Λάκοροί, 2.

2) uppblåst, όγκώάης, 2. υπερήφανος, 2.
^αϊ-w, 3.

Kräfta, 1) ss. djur, καρκίνος, oc. πάγουρος,
o. 2) ss. stjernbild, καρκίνος, o’. 3) ss. sjuk
dom, καρκίνος, ο\ καρκίνωμα, τό. φαγέάαινα,
tf.: lida af k.. καρκινούσθαι. φαγεάαινούσθαι.
Kräftartad, καρκινώάης, 2.
Kräftfängare, καρκινευτής, ον, ό.
Kräftgång, /?àtf*ff καρκίνου, tf.: gå k., ονκ
άπόβααιν εχειν. άπρακτον εϊναι.: det går k. f.
hm, οι# oiW ήλπισε τυγχάνει, παρά γνώμην αύτώ
γίγνεται.

Kräftklo, ^λ?}, tf. καρκίνου χειρ, tf.
Kräftknöl, -skada, -sår, φαγεάαινικόν
έλκος, τό. Se f. öfr. Kräfta 3).

Kräfva, subst., πρόλοβος, o. πρηγορεών,
ώνος, ό.

Kräfva, vérft., se Fordra 1) o. 2).
Kräk, 1) eg., ζφάιον, τό. ζωάάριον, τό.
ζωύ-φιον, τό. βρέφος, τό (äfven om barn). 2) oeg.,
gm ταλαίπωροι, 2. κακός, 3.

Kräkas, (Εξ)εμεϊν.: vilja k., έμετιάν.
Kräkla, 1) husgeråd, σπάθη, tf. 2)
biskops-staf, σκήπτρον Επισκόπου, τό.

Kräkmedel, έμετικόν (φάρμακον), τό.
έμε-τήριον, τό.: ge k., έμετηρίζειν.

Kräkning, εμετός, ό. εμεσις, tf.: benägenhet
till k., έμεσία, tf.

Kräla, 1) eg., Ιλυσπάσθαι. 2) se Krypa 1).

3) hvimla, γαργαίρειν, ζεϊν τίνος.
Kräm årån da, καπηλικά ηθη, τά.
Krämare, κάπηλος, ο. -erska, καπηλίς,

ίάος, tf.

Krämpa, πήρωσις, tf. τό πηρόν. τό σαθρό ν.
άσθένεια, tf.

Kräm ρ i g, ασθενής, 2. άρρωστος, 2.
νοσώ-άης, 2. νοσακερός, 3.

Krämpighet, ασθένεια, tf. άρρώστη μα, τό.
τό νοσώάες. τό νοσακερόν.

Kränga, σαλεύειν (tr. ο. intr.).
Krängning, σάλος, ό.

Kränka, 1) eg., καταισχύνειν. άιακορεύειν.
άιαφθείρειν. 2) oeg., ύβρίζειν. άάικεϊν. έπηρεά-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0231.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free