- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
228

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - K - Kränkare ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

228

Kränkare — Kullstj elp a.

ζειν (τινί). άνιάν.: känna sig kränkt af ngt,
δά-κνεσθαι (τήν καρδίαν) Ιπί τινι. (mots., άνεπαχ&ώς
φέρειν τι). — kränkande, ανιαρός, 3.
λυπηρός, 3. άγανακτητός, 3. πικρός, 3.

Kränkare, υβριστής, ου, ό. αδικών, οΰντος,
ό. samt partt.

Kränkning, 1) ss. handling, a) eg.,
διακό-ρευσις, ή· (δια)φ&ορά, ή. b) oeg., αδικία, ή.
ύβρις , η- Επηρεασμός, ό. έπήρεια, ή. 2) ss.
tillstånd, ανία, ή. άχ&ηδών, όνος, ή. βλάβη, ή.

Kräslig, 1) om person, λίχνος, 3. τέν&ης,
ου, ό. τρυφερός, 3. όψοφάγος, 2.: vara k.,
λι-χνεύεσ&αι. τεν&εύειν. όψοφαγειν. 2) om mat,
läcker, τρυφερός, 3. ηδιστος, 3. εϋχυμος, 2.: k. mat,
λίχνευμα, τό : lefva k:t, τρυφ>ερώς ζήν. τρυφάν.

Kräslighet, 1) persons, τεν&εία, ή. λιχνεία,
ή. όψοφαγία, ή. 2) mats, ενχυμία, ή. τό
τρυ-φερόν. τό ηδύ. 3) kräslig rätt, λίχνευμα, τό.
ήδυϋμα, τό.

Kräsmagad, σικχός, 3. δυσχερής (2) ηερί
τά σιτία.

Kräsmage, 1) eg., τρυφερά 1. τρυφερώδης
κοιλία, ή. άνόρεκτος στόμαχος, ο. 2) om person,
se Kräsmagad.

Krögare, κάηηλος, o. -erska, καηηλίς, ίδος,
ή.: vara k., καπηλεύειν.
Kroger i, καπηλεία, ή.

Kröka, 1) tr., (Ιπήκάμπτειν. κυρτούν.
άγκν-λονν. γαμψούν. γρυπούν. σκολιούν.: k. sig, gm
pass. samt κύητειν. κλίνειν, -εσ&αι. 2) intr.,
ελίττεσ&αι. κάμπτεσ&αι. κολπούσ&αι (om vatten).:
k. af, άποκλίνειν. (παρ)εκτρέπεσβ·αι.: k. af förbi
berget, ηερί τό όρος κάμητειν. — krökt,
άγ-κυλωτός, 3. κυρτός, 3. ίπίκυρτος, 2. ύηόχυρτος,
2 (något k.), στρεβλός, 3 (vriden). Se f. öfr.
Krokig.

Krökning, 1) ss. handling, krökande,
άγκύ-λωσις, ή. κύρτωσις, ή. χάμψις, ή. 2) ss.
resultat, καμηή, ή. καμητήρ, ήρος, ο. κύρτωμα, τό.
σκολίωμα, τό. άγκών, ώνος, ό. Ελιγμός, ό (en
flods), γαμψότης, ή, γρυηότης, ή (näsans).
Krön, στεφάνη, ή.

Kröna, στεφανούν τινα. περι&ειναι στέφανον
1. διάδημά τινι.: k. ngn till konung, τήν
βασί-λειον τιάραν περι&εϊναί τινι. καθιστάναι 1.
άπο-δεικνύναι τινά βασιλέα.: k. ngn m. ära,
utmärkelse , τιμάν τινα. κοσμεϊν τινα τιμαϊς.: krönt
m. blommor, άν&εσιν ^στεφανωμένος, 3.: änden
kröner verket, ηρός τά ξυμβάντα κρίνεται τά
ηράγματα.

Krönika, χρονικά, τά. χρονογραφία, ή.
Krönikeböckerna (i Bibeln),
παραλειπό-μενα (βασίλεια 1. βασιλέων ’Ιούδα), τά.
Krönikeskrifvare, χρονογράφος, ό.
Kröning, 1) Kröningsakt, κατάστασις ή
τού βασιλέως. 2) Kröningsdag, -fest,
άνα-κλητήρια τά τού βασιλέως.

Kub, κύβος, ό.: göra till k., κυβίζειν.
Kubb, κορμός, ό. έπίξηνον, τό (huggkubb).
Kubikfot, στερεός 1. στερεό μετρικός ηούς, ό.
Kubikinnnehåll, το στερεόν.: taga 1. mäta
ut k., στερεό μετρειν.: uttagning af k., στερεό
μετρία, ή.

Kubikrot, κυβική ηλευρά, ή.
Ku bikt al, στερεός 1. κυβικός άρι&μός, ό.
Kubisk, κυβικός, 3 (till form), στερεός, 3
(till innehåll).

Kudde, στρώμα, τό. τύλη, ή.
προσκεφά-λαιον, το’ (hufvudk.).

Kufva, se Betvinga, Dämpa (i allm.).
Kufvande, χείρωσις, ή. κατα-, ίπικράτηοις,
ή. κόλασις, ή. 1. gm νυ.

Ku g ga, Ικβάλλειν.: bli kuggad, άηοτυχεϊν.
ίκπεσεϊν.

Kugge, οδούς, όντος, ό.
Kugghjul, οδοντωτός τροχός, ό.
Kujon, δειλός και κακός άνθ-ρωηος, ό.
Ku ku, 1) gök, κόκκυξ, υγος, ό. 2) gökens
rop, κόκκυ.: ropa k., κοκκύζειν.

Kula, 1) håla, σηήλαιον, το’, φωλεός, ο1. 2)
liten sphærisk kropp, σφαίρα, ή. τροχίσκος, ό
(äfv. ihålig), ψήφος, ή (voteringsk.). 3) bulnad,
κορδύλη, ή.

Kulen, ανήλιος, 2 (mest poët.). ομιχλώδης,
2. νεφώδης, 2.

Kulformig, σφαιροειδής, 2. σφαιρικός, 3.:
göra k., σφαιρονν.: k. kropp, σφαίρωμα, τό.

Kuliss, ungef. ηαρασκήνιον, τό 1. ηερίακτος
(μηχανή), η (se Lex.).

Kull, κύημα, τό (i allm.) θρέμμα, τό (djurs).
όμομήτριος γονή, ή 1. οι όμομήτριοι (om mskr).

Kull, på hatt, άκρος πέτασος, ό. κορυφή ή
τού ηετάσου.

Kull = omkull, se d. o.
Kullblåsa, φυσώντα άνατρέηειν (med mun
1. pust), έπιπνεύσαντα άνατρέπειν (om vinden).

Kullbytta, κυβίστευμα, τό.: slå 1. stupa 1.
göra k., κυβησίνδα παίζειν.: en s. gör k.,
κυβι-στητήρ 1. κυβιστήρ, ήρος 1. κυβιστής, ον, ό.

Kullbyttera, 1) eg., κυβιστάν. 2) oeg.,
άνατρέπεσθ-αι.

Kullbytterande, χυβίστησις, ή.
κυβίστευμα, τό.

Kulldraga, ύπτιον 1. εϊς τούπίσω 1. πέδοι
κατασπάν (τινά).

Kulle, λόφος, γεώλοφος, γήλοφος, ό.
γεωλο-φία, η. κολώνη, ή 1. κολωνός, ό.: försedd m.
kullar, γεώλοφος, 2. λόφοις διειλημμένος, 3.:
liten k., λοφίδιον, τό.

Kullersten, όλοίτροχος 1. όλοίτροχος, ό.
Kullerstol, ungef. Κράνος, ό 1. d-ρανίον, τό.
Kullfalla, (κατα-, συμ)πίπτειν.
άνατρέπε-σ&αι. Ικπίπτειν (om träd), σφαλήναι.
Kullfallande, se Fall 1).
Kullfälla, se Fälla 1) b).
Kullfällande, τομή, ή. έκκοπή (δένδρων), ή.
Kullig, 1) om marken, λοφώδης, 2. se f. öfr.
under Kulle. 2) om boskap, άκερως, ων.
άκέ-ρωτος, 2.

Kullkasta, άνα-, περιτρέπειν. άνα-, κατα-,
μεταστρέφειν. καταβάλλειν.: k. sig, χαταβάλλειν
εαυτόν, καταπίπτειν.

Kullkastande, ανατροπή, ή.
Kullköra, 1) tr., Ιλαύνοντα καταβάλλειν 1.
άνατρέπειν. 2) intr., gm pass.
Kullra, se Rulla.

Kulrida, Ιφ’ ϊππου όντα άνατρέπειν, -εσθαι.
Kullrifva, se Nedrifva.
Kullrig, κυρτός, 3 (konvex), λοφώδης, 2.
Kullrighet, κυρτότης, ή.
Kul ls eg la, πλέοντα καταποντίζειν 1.
κατα-δνειν.

Kullslå, -störta, se Kullkasta.
Kullstj elp a, άνατρέπειν, -εσθαι.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0232.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free