- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
236

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - L - Lackera ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

236

Lackera — Lagförändring.

Lackera, γανούν.

Lackering, γάνωσις, ή. γάνωμα, τό.

Lada, σιτοβόλειον 1. σιτοβόλιον, τό.
σιτοβο-λών, ώνος, ο.

Ladda, ett gevär, οπλον γεμιζειν (Nygr.
användning). #

Laddning, 1) ett fartygs, γομος, o. φόρτος,
o. φορτίον, τό.: fig., πλήθος, τό. 2) ett gevärs,
πλήρωμα, τό 1. d.

Ladugård, 1) eg., ανλή, ή. επαυλις, ή.
επαυ-Χος, ο’, επαυλα θρεμμάτων, τά. 2) boskap,
xtjJ-VJ7, τά. θρέμματα, τά. βόσκημα, τό.

Ladugårdshemman, «τταυλίί·, »J. ανλ»}, ij.

Ladugårdsdräng, -piga, ο1 θεραπεύων, ή
θεραπεύονσα τά βοσκήματα.

Ladugårdsskötsel, κτηνοτροφία, ή.
άγε-λαιοτροφία, ή. προβατ,εντική, ή (fårskötsel).: land
lämpligt, olämpligt f. 1., χώρα προβατεύσιμος,
άνεπιτήδειος προβατεύσθαι.: idka 1., προβατεύειν
(ish. fårskötsel).

Laf, λειχήν, ήνος, ό.

Lafartad, λειχηνώδης, 2.

Laf ve, κιλλίβας, αντος, 6. πήγμα, τό.
θόλος, ό (i badhus).

Lag, 1) afkok, χυλός, δ. χύμα, τό. se f. öfr.
Afkok. 2) hvarf, πτύξ, πτυχός, ή o. πτυχή, ή
(se Lex.). έπιβολή, ή (t. ex. πλίνθων), διαφυή, ή
(naturligt, i jorden). 3) ordning, skick, τάξις,
σύνταξις, ή. κόσμος, ο.: i 1., κόσμιος, 3.
εύτακτος, 2.: ur 1., άτακτος, 2. ούδενί κόσμω. (κατ’)
ονδένα κόσμον.: ställa i 1., καταρτίζειν.
κατευ-τρεπίζειν.: vara i 1., εντάκτως εχειν. (τοιούτον) οίον
δει είναι.: utan skick ο. 1., ούδενί κόσμω ού δέ
κατά λόγον.: vid lag ■= ungefär, σχεδόν τι.: der
vid 1., έν τούτω 1. τούτοις.: dta är hans
(vanliga) 1., οντος 1. τοιούτος δ τρόπος αύτού έστιν.:
dta är hm i 1., τοντω εύαρεστεί 1. ευα^εστεϊται.:
ingenting är hm i 1., ουδέν αν τω 1. αύτον άρέσκει.
4) faststäldt skick, bestämd ordning, norm,
föreskrift, θεσμός, o (ish. gudomlig l.). νόμος, ό
(häfd, stadgar, borgerlig 1.).: l:ar o. beslut, νόμοι
και ψηφίσματα.: enligt 1., κατά νόμον. νόμω :
emot 1., παρά νόμον.: d. är emot både
gudomlig o. mensklig 1., ούτε δίκαιον ούτε οσιόν έστιν.:
stifta en 1., νομοθετείν, νόμον τιθέναι 1.
γρά-φειν 1. ensamt γράφειν (om lagstiftaren 1. den
lagföreslående, derf. äfv. = föreslå en 1.,
hvarom se f. öfr. Förslag), νομοθετεϊσθαι, νόμον
γράφεσθαι 1. τίθεσθαι (om den lagbekräftande
myndigheten, om folket, låta gifva sig 1.,
fastställa ss. 1., derf. äfv. = antaga en 1.).:
uppställa en 1., νόμον άποδεικνύναι.: det fins en
1. af ngn, κείται νόμος υπό τίνος.·, gällande
lagar, oi κείμενοι νόμοι.: förkasta en 1., νόμον
άποψηφίσασθαι.: upphäfva en 1., νόμον άθετείν,
άκυρούν, άκυρον ποιεϊν 1. άποχειροτονεϊν
(bortvote-ra).: hålla, iakttaga 1., έμμένειν τοις νόμοις.:
lyda 1., τοις νόμοις προσέχειν, πείθεσθαι,
πει-θαρχεΐν. φυλάττειν τούς νόμους.: öfverträda, bryta
1., παραβαίνειν τούς νόμους, παρανομεϊν.: vränga
1.. νόμον κακονργεϊν.: tillkomma enligt 1.,
προς-ήκειν έκ τών νόμων.: dta är l:ens ord 1. bud,
λε-γει τούτο ό νόμος.: följande sin egen 1.,
αυτόνομος, 2.: m. goda har, έννομος, 2.: ha goda
l:ar, εύνομεϊσθαι.: tillägg till l:en, έπινομίς, ίδος,
ή. 5) gille, sällskap, έρανος, o (se Lex.).
θίασος, δ (urspr, gudstjenstgille). σύνοδος, ή. συνου-

σία, ή. συμπόσιον, τό 1. κώμος, δ (gladt 1.).: det
var ett stort 1., πολύ ην τό τών παραγενομένων
πλήθος, πολλοί ήσαν οι σννόντες.: öfver l:et, εις
πάντας. πάσιν δμού ούσιν. τοις πάσιν.

Laga, adj., νόμιμος, 3. δίκαιος, 3. ό, ή, τό
κατά νόμον. έννομος, 2.: 1. dorn, κρίσις, ή.: 1.
kraftvunnen, κύριος, 3.: 1. kraft, κύρος, τό.:
vinna 1. kraft, κυρούσθαι.

Laga, verb., 1) tillreda, se Anrätta,
Bereda. 2) åter sätta i lag, έπισκευάζειν (ναύν,
τείχος, δδούς, ο. s. ν.), (έξ)ακεϊσθαι (m. syredskap).:
1. om, se Ο ml aga. 3) föranstalta, verka, ποιεϊν.
αίτιον είναι (τινός 1. inf.), (δια)πράττειν.
έπιμε-λεϊσθαι, έπιμέλεσθαι (m. όπως), se f. öfr. Få 3).

Lagbok, νόμοι, oi. σύνταξις ή τών νόμων.

Lagbrott, παρανομία, ή. παράβασις ή τών
δικαίων, άδικία, ή. άδίκημα, τό. τό παράνομον.

Lagbrytare, ό παρανομών, ούντος. δ
άδι-κών, ούντος.

Lagbunden, έννομος, 2.: 1. frihet, έννομος
πολιτεία, ή. εύνομία, ή.

Lagenlig, νόμιμος, 3 ο. 2. έννομος, 2. κατά
νόμον. θέσμιος, 3 ο. 2. äfv. δίκαιος, 3.

Lagenlighet, εύνομία, ή. ο. gm adj.

Lager, 1) se Lag 2). 2) af varor, πλήθος
ώνίων, άγορασμάτων, τό.: 1. af siden, σηρικά,
τά. 3) trädslaget, δάφνη, ή.: afl., δάφνιγοί, 3.:
bärande 1., δαφνηφόρος, 2. förvärfva sig en 1.,
fig., δόξης τυγχάνειν. κλέος 1. δόξαν λαμβάνειν.
äfv. άριστεϊα 1. νικητήρια φέρεσθαι.

Lagerblad, δάφνης φύλλον, τό.

Lagerbär, δαφνίς, ίδος, ή.

Lagerbärsträd, se Lager 3).

Lagerkrans, δάφνινος στέφανος, ο.: bäral.,
δαφνηφορεϊν.

Lagerkrona, θαλίω δαφνίνφ 1. δάφι>y
στε-φανονν.: Iag3rkrönt, δαφνηφόρος, 2.

Lagerkällare, οϊνου αποθήκη, ή 1. d.

Lagerolja, δάφνινον ελαιον, τό.

Lagerqvist, δάφνης θαλλός, δ.

Lagerskog, δαφνών, ώνος, δ (Gramm.).

Lagerträd, se Lager 3).

Lagfaren, νόμων εμπειρος, 2. δικανικός, Ζ.
νομικός, 3. δικαστικός, 3.

Lagfarenhet, νομική 1. δικανική, ή.
έπιστήμη 1. έμπειρία ή τών νόμων 1. τών κατά τούς
νόμους. Jfr Juridik.

Lagfråga, νομική πρότασις, ή. δίκη, ή.

Lagfästa, ungef. έπιδικάζεσθαι 1. πρός τούς
δικαστάς έπικυρούν άναφέρειν. κυρούν.
έπιψηφί-ζεσθαι.

Lagfästande, -fästning, κύρωσις ή διά
τών δικαστών 1. d.

Lagföra, καλεϊν εϊς τό δικαστήριον 1. εΧς τήν
δίκη ν. ύπάγειν τινά υπό τό δικαστήριον 1. εις
δίκην. διώκειν τινά. λαγχάνειν δίχην τινί.
έπε-ξιέναι, έπεξέρχεσθαί τινι. διαδικασία ν
άπογρά-φεσθαι πρός τινα. se f. öfr. Stämma.

Lagförande, δίωξις, ή. κλήσις, ή. ο. gm vv.

Lagförklaring, νόμων ερμηνεία, ή.

Lagförslag, νόμος, ό. εισφορά νόμου, ή
(Sedn.).: väcka 1., νόμον είσφέρειν.: väcka ett
1. ss. motförslag (1. ånyo), νόμον παρεισφέρειν.:
i allm. framlägga ett 1., νόμον γράφειν 1.
τιθέναι.

Lag förändring, μεταβολή 1. μετάθεσις 1.
κίνησις και μεταβολή νόμων, ή.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0240.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free