- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
238

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - L - Landa ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

238 Landa-

χωριάζειν.: lifvet på l:et, άγροικος βίος 1. δίαιτα,
ή κατ άγρόν δίαιτα.^ 4) odladt, γη, ή. χώρα, ή.
αγρός, ό. χωρίον, τό.: odladt, i säde varande 1.,
γή 1. χώρα Ενεργός.: oplöjdt 1., αργός 1. αργή
χώρα.

Landa, stiga i land, se under Land 1). äfv.
άπόβασιν ποιεϊσθαι.

Landaraäre, όρισμα, το’ (mest i pl.).

Landgång, αποβάθρα, ή.

Landhafre, αιγίλωψ, ωπος, ό.

Landhöjd, τ« ανωτέρω τής χώρας.

Landkarta, πίναξ, ακοςt ό. γεωγραφία, ή.

Landning, άπόβασις, ή. καταγωγή, ή.

Landningsplats, πρόσορμος, ό. κάταρσις,
ή. προσβολή, ή.

Landresa, landvägsresa, όδοιπορία, ή. πορεία
ή κατά γήν. πεζή πορεία, ή.

Landsbygd, se Land 3).

Landsfader, πατήρ πατρίδος, ό.

Landsflykt, φυγή, ή.: ständig 1., άειφυγία,
ή.: ettårig 1., άπενιαύτησις, ή.: döma till 1.,
κα-ταγιγνώσκειν φυγήν τννος.: drifva i 1.,
φυγά-δεύειν. Εκκηρύττειν.: gå i 1., ύπέχειν φ>υγήν.:
vara i 1., φεύγειν. φυγαδεύειν. άπενιαυτείν, -ίζειν.:
straffa ngn m. 1., ζημ ιού ν τινα φυγή.: hemkalla
ngn ur 1., κατάγειν τινά.

Landsflyktig, -ting, φυγάς, άδος, ο, ή.
φεύγων, ουσα, όν.: göra ngn 1. = drifva i
landsflykt, se Föreg.

Lands fr ed, κοινή ειρήνη, ή.

Landsfrid, άσφάλεια ή iv τρ γρ.

Landsförrädare, τής πατρίδος προδότης, ου,
ό. -erska, γης καί πατρίδος προδότις, ιδος, ή.

Landsförräderi, (τής πατρίδος) προδοσία, ή.:
anklagelse f. 1., προδοσίας γραφή, ή.: öfverbevist
om 1., προδοσίας άλονς, ουσα.

Landsförvisa, drifva i landsflykt, se under
Lan dsflykt.

Landsförvisning, ύπερορισμός, o (Sedn.).
se f. öfr. Landsflykt.

La"ndsherre, άρχων τής χώρας, ό. δυνάστης,
ου, ό. βασιλεύς, ο.

Landsherrlig, βασιλικός, 3.

Landshöfding, έπαρχος, ό (se Lex.).

Landshöfdingedöme, Επαρχία, ή (se Lex.).

Landskansli, γραμματοφυλακείον τό Εν
Επαρχία 1. d.

Landskap, χώρα, ή. νομός, ο (distrikt, eg.
i Ægypten o. Persien), se f. öfr. Län.

Landskapsbeskrifning, χωρογραφία, ή.

Landskapsmål, χωριτική γλώττα, ή 1. d.

Landskapsord, γλώττα, ή.

Landskyrka, ιερόν 1. κυριακόν τό Εν άγροϊς.

Landslag, Εγχώριος 1. Επιχώριος 1. πάτριος
νόμος, ό.

Landsman, -manninna, 1) fr. sma
landskap, όμόχωρος, ό, ή. 2) fr. sma land 1. folk,
πολίτης, ου, ό. πολϊτις, ιδος, ή. ομόφυλος, ό,
ή. ομοεθνής, 6, ή. πατριώτης, ου, ό (gäller ish.
om slafvar o. barbarer).: hd landsman?
ποδα-πός, 3.: vår, eder 1., ημεδαπός, ύμεδαπός, 3.:
vara 1., όμοεθνείν.

Landsmanskap, ομοφυλία, ή. τό ομόφυλον,
όμόχωρον, ομοεθνές.

Landsort, se Land 3). äfv. πόλισμα, τό.

Landsortsstad, småstad, πολίχνη, ή. πο~
λίχνιον, τό. πολισμάτιον, τό.

-Landtmannavara.

Landsplåga, κοινόν 1. δημόσιον κακόν 1.
πάθος, τό. κοινή συμφορά, ή.

Landsrätt, νόμοι οι κατά τήν χώραν.

Landssed, πάτριος 1. Επιχώριος νόμος, ό.

Landssida, τά πρός γήν 1. ήπειρον
τετραμ-μένα.

Landstiga, se Landa.

Landstigning, άπόβασις τής γής, ή.
έκβα-σις, ή. καταγωγή, ή.

Lan ds tigningsoffer, άποβατήρια, τά.

Landstigningsställe, καταγωγή, ή.

Landstigningstrupper, στρατιώται οι
Εκ-βησόμενοι.

L and st orm, ungef. oi υπέρ τον κατάλογον
1. έξω του καταλόγου.: uppbåda 1., τοι;? εξω τον
καταλόγου εϊς τήν στρατιάν (εις τάς ναύς,
στρατέ νεσθαι) καταλέγειν.

Landstrykare, αγύρτης, ου, ό. αλήτης, ου,
ό. πλάνης, ητος, ό. -kerska, άγύρτρια, ή.

Landsväg, λεωφόρος (occTo’f), ή.

Landsända, ορος γής, ο. ορίσματα, τά (=
fines).

Landsätta, Εκβιβάζειν.

Landtadel, ευγενείς οι Εν άγροϊς 1. Εκ της
χώρας.

Landtarme, πεζός στρατός, ό. πεζή 1. πεζική
δύναμις, ή. τό πεζικόν 1. πεζόν.

Land th ο, εϊς τών Εν άγροΐς (pl. οι Εν άγροϊς).
ό κατ’ αγρούς οίκων, χωρίτης, ον, ό.

Landtbruk, θεραπεία 1. Εργασία τής γής, ή.
se f. öfr. Jordbruk.

Landtbrukare, γεωργός, ό. άγροικος, ό. ο
θεραπεύων 1. Εργαζόμενος τήν γήν.

Landtdjur, χερσαίον ζώον, τό.

Landtegendom, χωρίον, τό. χώρα, ή. αγρός,
ό. έπανλις, ή. Εσχατιά, η.

Landtfest, εορτή 1. πανήγυρις ή Εν άγροϊς.

Landtflicka, παρθένος 1. παις άγροϊκος, ή.

Landtgods, se Landtegendom.

Landtgård, επαυλις, ή.

Landtfolk, oi Εν άγροΐς 1. κατ* άγρόν.
άγροϊ-κοι, οι.

Landthandel, Επιμιξία 1. Εμπορία ή κατά
γήν.

Landthus, Επαύλιον, τό.

Landthushållare, se Landtbrukare.

Landthushållning, Επιτήδευμα τό περί τά
Εν άγροις 1. τά γεωργικά, γεωργική, ή. äfv. =
Landtbruk, se d. ο.

Landtlefnad, -lif, διατριβή ή Εν άγρφ.
βίος ό Εν τοις άγροϊς. δίαιτα ή Εν τοις άγροίς.

Landtlig, άγροικος, 2. ο, ή, τό Εν άγροϊς
1. κατ’ άγρόν.

Landtlighet, ss. tadlande uttryck,
αγροικία, ή.

Landtlikt, ώς Εν άγροϊς 1. κατ* άγρόν.

Landtluft, άήρ ο κατά τούς αγρούς 1. Εν
τοις άγροίς.

Landtman, se Land t b o o. Landtbrukare.

Landtmannaarbete, έργα τά κατ’ άγρόν
1. bl. έργα, τά. γεώργημα, τό.

Landtmannanäring, Εργασία ή περί τήν
γήν 1. γεωργήματος.

Landtm annaredskap, γεωργικά σκεύη, τά.
κατασκευή ή πρός τήν γεωργίαν.

Landtmannavara, τό κατά τήν γήν 1. Εν
τρ χώρα φυόμενον.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0242.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free