- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
248

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - L - Lindning ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

248

Lindning — Literatör.

Lindning, 1) ss. handling, se Lindande.
2) ss. sak, σπάργανον, τό. σπαργάνωμα, τό.

Lindra, (κατα,πραννειν. πεπαίνειν (t. ex. τήν
δργήν). παραμυθεϊσθαι (πένθος, ξυμφοράν ο. d.).
Επικουφίζειν τινά τίνος (i ngt, t. ex. μόχθου,
cΐέους).

Lindrig, μαλακός, 3 (t. ex. ζημία), απαλός,
3. πραΰς, «α, ύ. μέτριος, 3 (t. ex. κρύος,
λόγον). ήπιος, 3 (t. ex. πνίγος), Επιεικής, 2 (foglig).

Lindrighet, μαλακία, ή. πραότης, ή.
Επιείκεια, ή. μέτριον, τό.

Lindring, παραμυθία, ή. παραμύθιον, τό.
άνεσις, ή. πραύνσις, ή. ύφεσις, ή. χάλασις, ή.

Lind trä, ξύλα φιλύρινα, τά.

Lineal, κανών, όνος, ό. στάθμη, ή.

Lineamenter, se Grund-, Anletsdrag.

Linfrö, λίνου σπέρμα, τό. λινόσπερμον, τό.

Lingon, υάκινθος, ό, ή.

Linguist, γλώττης εμπειρος, ο. - i k,
Επιστήμη ή περί γλώττας.

Linie, 1) ss. mathematisk storhet, γραμμή,
ή.: rät 1., ευθεία, ή.: krokig 1., σκολιά
γραμμή , ή.: i bugt gående 1., γραμμή περιφερής, ή.:
vinkelrätt 1., κάθετος (γραμμή), η.: i jemnbredd
löpande 1., παράλληλος γραμμή, ή.: gm midten
gående 1., διάμετρος, ή.: i omkrets gående 1.,
περίμετρος, ό.: draga en 1., γραμμήν άγειν 1.
τείνειν 1. ύπογράφειν. 2) militäriska
ställningar ο. rörelser, στοίχος, ό. τάξις, ή. φάλαγξ,
γγος, ή (uppställd 1. af soldater).: stå
uppställd, marschera i 1., στοιχεΐν.: öfverskrida l:n,
Εκκυμαίνειν (om marscherande).: segla på en
enda 1., Επί κέρως πλεϊν. 3) rad (i skrift),
στίχος, o. 4) slägtregister, γένος, τό.: i
nedstigande 1., εις τό κάτω.: i uppstigande 1., Επί τό άνω.
5) æquator, ισημερινός κύκλος, ό.

Linieformig, γραμμοειδής, γραμμώδης, 2.

L i η i e r a, γραμμάς ύπογράφειν. γραμμαϊς
δια-λαμβάνειν.: linieradt pappersblad, γραμμαϊς
διει-λημμένη σχέδη, ή.

Linieregemente, -trupper, όπλϊται, ών, οι.
φάλαγξ, γγος, ή.

Linieskepp, μακρά ναύς, ή. äfv. τριήρης,
ους, η.

Lin im en t, χριστόν φάρμακον, τό.

Lin k a, σκάζειν. χωλεύειν. χωλαίνειν. —■ 1 i η
-kände, χωλός, 3. σκάζων, ουσα, ον.

Linne, λίνον, τό. οθόνη, ή (fint hvitt),
σιν-δών, όνος, ή (Indiskt), äfv. βύσσος, ή.:
tillverkning af 1., λινουργία, ή.: ha 1. på sig, λινά
φο-ρεϊν.: 1. = skjorta, λινούς χιτωνίσκος, ό.: af 1,
λινούς, ή, ούν. λίνου (gen. mäter.), όθόνινος, 3.

Linneband, ταινίδιον λινουν, τό.

Linnebindel, όθόνιον, τό.

Linnefabrik, λινουργεΐον, τό.

Linnehandlare, όθονιοπώλης, ου, ο (Lex.).

Linneklut, -lapp, όθόνιον, τό.

Linneskaf, ξύσματα τών όθονίων, τά.
μο-τόν, τό. (ξυστός) μοτός, ό τιλτόν, τό. μοτάριον,
τό. μότωμα, τό (pålagdt 1.).: lägga på 1.,
μο-τδύν.: påläggning af 1., μότωσις, ή.

Linning, κράσπεδον, τό. παρυφή, ή (bräm).

Linolja, ελαιον τό άπό τού λινοσπέρμου.

Lins, φακός, ό (ss. växt ο. frukt. äfv. 1. i
ögat), φακή, ή (äfv. ss. rätt).

Linsformig, φακοειδής, 2. φακωτός, 3.
Linsfärgad, υποφακώδης, 2.

Linssoppa, φάκιον, τό.

Lintyg, λινούς χιτωνίσκος, ό.

Linväf, ύφασμα λινεργές, τό.

Linväfvare, λινουργός, δ. όθονοποιός, ο.

Linväfveri, 1) ss. handtering, λινουργία, ή.
2) ss. lokal f. handteringen, λινουργεΐον, τό.

Lipa, κωκύειν. -ande, κωκυτός, ό.

Lisa, se Lindra, Lindring.

Lisma, αιμύλοις λόγοις χρήσθαι (εις τινα).
θωπεύειν. κολακεύειν. άλωπεκίζειν.

Lismare, κόλαξ, ακος, ό. κρυψίνους, ου, δ.

Lismeri, θωπεία, ή. θώπευμα, τό.
κολά-κενμα, τό.

List, 1) utstående kant, θριγκός, ό, γεϊσον,
τό (på murar, byggnader, i rum), ταινία, ή (på
snickararbeten, jordland). Jfr f. öfr. Kant. 2)
bedräglig färdighet, τέχνη, η. τέχνημα, τέχνασμα,
τό. μηχανή, ή. μηχάνημα, τό. δόλος, ό. απάτη,
ή. πάλαισμα, τό. σκευοποίημα, τό.: uppfinna en
1., μηχανάσθαι 1. κλέπειν μηχανάς.
κατασκευά-ζειν τέχνας.: bruka 1., τεχνάσθαι. τεχνάζειν.
μηχανάσθαι.

Lista, κατάλογος, ό. διάγραμμα, τό.: ha 1.
på ngt, άπογεγραμμένον εχειν τι.: stå på 1:η,
Εν είναι Εν τω καταλόγω.: komma upp på 1:η,
Εγγράφεσθαι εις τόν κατάλογον.

Listig, πανούργος, 2. δολερός, 3. ποικίλος,
3 μηχανικός, 3.

Listighet, πανουργία, ή. δολιότης, ητος, ή
(Sedn.).

Lit, πίστις, ή. θάρρος, τό. Ελπίς, ίδος, ή.:
sätta stor 1. till ngu, Ελπίδας μεγάλας εν τινι

Lita på, πιστεύειν τινί. πεποιθέναι τινί 1. m.
inf. θαρρεϊν τινα 1. τί 1. τινί. Επιθαρρειν τινι.:
1. derpå, ευ ϊσθι.

Litania, λιτή, ή. λιτανεία, ή.: hålla 1.,
λι-τάς ποιεϊσθαι. τό θεϊον λιτανεύειν.

Liten, μικρός ο. σμικρός, 3 (om storlek,
omfång, betydenhet, egenskap m. m.; om compar., se
Lex.). βραχύς, 3 (om tid, rum, äfv. = låg, ringa).
ολίγος, 3 (om tid, rum, antal, storlek),
ταπεινός, 3 (ringa), λεπτός, 3 (om bredd o. tjocklek),
νέος, 3, παις, δός, ό, ή (om ålder), σπάνιος,
3 (knapp, om mått), μέτριος, 3 (medelmåttig).:
1. växt, μικρόν σώμα, το. μικροφυία, ή.: 1. till
växten, μικρός τό σώμα. μικροφυής, 2.: l:et barn,
παιδίον, παιδάριον, τό. νήπιον, τό. βρέφος, τό.:
vänta en 1. stund, βραχύ τι 1. Επί βραχύ 1
ολίγον χρόνον περιμένειν.: gå ett l:et stycke
tillbaka, μικρόν Επανελθεϊν.: f. 1. f. att, Ιλίγος ώς
1. ώστε m. inf. μείων, Ελάττων, ήττων ή ώς 1. ώστε
m. inf: göra mindre, μειούν. Ελαττούν.: bli
mindre, μειούσθαι. Ελαττονσθαι. — Adv.,
ολίγον. μικρόν, βραχύ, βραχύ τι.: 1. större, μικρώ,
όλίγω μείζων.: 1. förut, efteråt, όλίγω
προ’τε-ρον, ύστερον.: bli efter 1., μικρόν ύπολείπεσθαι.:
tala 1., μικρόν τι, βραχύ τι, διά βραχέων
ει-πεϊν: så 1. s. möjligt, ώς 1. ότι 1. ώ? οΐόν τε
ήκιστα.ι lika så 1. s., ουδέν μάλλον, ούδέν γε
μάλλον, ούδέν μάλλον τι ή.

Litenhet, μικρότης, ή. λεπτότης, ή.
ταπεινό τη ς, ή. βραχύ της, ή.

Lit era t, γραμματικός, 3. παιδευτός, 3.
πεπαιδευμένος, 3.

Literatur, γράμματα, τά. παιδεία, ή.

Literatör, σοφός, ό. φιλόλογος, ό.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0252.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free