- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
253

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - L - Lusta ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Lusta — Lycksalig.

253

τινι. τέρπεσθαί τννν. φιληδεϊν τννν. άγάλλεοθαί
τινι. Εν ήάοντ} Εστί τί τινι. 4) se Begär.:
sinliga har, ήδοναί al Λα τον σώματος 1. al περί
το σώμα. ώγροδίσια, τά.: snöda l:ar, ήδοναί
κακαί.

Lusta, se Lust 4). ο. Begär.

Lustbarhet, τέρψις, ή. άθυρμα, το.
θυμη-δία, ή. ευφροσύνη, ή.

Lustgård, κηπίον, το’, παράδεισος, ό.

Lusthus, σκηνή κηπαία, ή. Ενηβητήριον, το.

Lustig, 1) rolig, χαρίεις, εϋσα, εν. αστείος,
3. ευτράπελος, 2 (qvick).: göra sig 1. öfver ngn el.
ngt, καταγελάν τίνος, σκώπτειν τινά 1 τί.
παί-ζειν εις τινα. iv γέλωτι και παιδιά τίθεσθαί τινα.
κωμωδείν τινα el. τί. 2) munter, UapoV, 3.
εύθυμος, 2. φαιδρός, 3. γεγηθώς, υ ta, ός.: vara
1., εύθυμεϊσθαι. 3) besynnerlig, καταγέλαστος,
2.: det vore l:t, om, δεινόν εϊ.

Lustighet, ευθυμία, ή. ευφροσύνη, ή.
ιλαρό της, ή χάριέν τι. γελοίο ν τι.

Lustighetsmakare, γελωτοποιός, ό.

Lustläger, στρατόπεδον γυμνασίαςχάριν
πε-ποιημενον, τό.

Lustpark, se Lustgård.

Lustslott, Επαύλιον, τό 1. d.

Lustspel, κωμωδία, ή.

Lustspelsförfattare, κωμφδιοποιός ο.
κω-μωδοποιός, ό. κωμωδιογράφος, ό. κωμωδός, ό.
κωμικός, ό.

Lustställe, Ενηβητήριον, τό.

Lustvandra, περιπατεϊν.

Lustvandrande, -vandring, περιπάτησις,
ή. περίπατος, oc.

Lut, κονία (ή Εκ τέφρας, askl.). äfv. νίτρον,
τό (se Lex.). στακτή κονία, ή (dropplut).
(άσβέ-στ ου) κονία, ή (kalkl.). βαλανευτική κονία, ή,
ρύμμα, τό (tvättl.).: filtlut, hattmakarlut,
πίλο-ποιητική κονία.: såpl., σαπωναρική κονία.

Luta, subst, (ett f. de gamle obekant
instrument), βάρβιτον, τό. κιθάρα, ή 1. d.

Luta, verb., 1) inficiera m. lut, νιτρούν. 2)
ställa å sned, (Εγ-, κατα)κλίνειν.: 1. sig, κλίνειν.
κλίνεοθαι.: 1. sig framåt, (προ)κύπτειν.: 1. sig mot,
προσκύπτειν, Εγκλίνειν πρός τι. 3) stå å sned,
κλίνειν. κλίνεσθαι. ρέπειν (eg. om vågskålen).: 1.
än åt ena än åt andra sidan, ταλαντεύεσθαι.: 1.
till undergång, Επί χείρον κλίνειν 1. ύποφέρεσθαι.
fig.: luta till ngt, βούλεσθαι. Επιθυμεϊν. θυμός
Εστί τινι (m. inf.), προθυμείσθαί τι. άποκλίνειν
πρός 1. εις τι.

Lutas ka, νίτρον, τό. κόνις, ή.

Lutning, böjning å sned, 1) eg., κλίσις, η.
έγκλισις, ή. κλίμα, τό. ροπή, ή. 2) oeg.,
sinnets lutning åt ngt, Επιθυμία, ή. προθυμία, ή.

Luts al t, νίτρον el. λίτρον, τό.

Lutspelare, -spelers k a, κιθαριστής, ού,
o. κιθαρίστρια, ή (jfr Luta, subst.).

Lutter, se Idel.

Luttra, (Εκ-, άπο)καθαίρειν. πυρούν (m. eld).
— luttrad, καθαρός, 3.

Luttring, κάθαρσις, ή. πύρωσις, ή (vid eld).

Luxation, Εξάρθρωόις 1. Εξάρθρησις, ή.

Luxuriös, άσελγής, 2. άκρατης, 2.
τρυφερός, 3.

Lycka, 1) knut, βρόχος, ό. 2) inhägnad,
φραγμός, ό. 3) omständighet, händelse, öde,
τύχη, ή. συντυχία, ή.: öfverlemna ngt åt 1:η, τί}

τύχρ Επιτρέπειν τι.: dålig 1., δυστυχία, ή. 4)
gynnsam omständighet, καλή 1. αγαθή τύχη, ή.
τύχη, η. ευτυχία, ή. εύπραγία, ή. εύπραξία, η.
ευημερία, ή (lycklig dag, tur), καλά (πράγματα),
τά (lyckliga förhållanden), ευτύχημα, τό (lycklig
tillfällighet).: ha 1., y.aifj tf τύχy χρήσθαί.
εύ-τυχεϊν. κατορθούν περί τι,1 εν τινι, τί (i ngt).
εύημερεϊν (i strid), εΰτυχεϊσθαι (Sedn.).: ej lia 1.,
άτυχείν εν τινι : svikas af l:n i afs. på ngt,
άτυχείν τίνος, άποτυγχάνειν τινός (ej ernå ngt).:
önska ngn 1. till ngt, συγχαίρειν el. συνήδεσθαί
τινι Επί τινι.: 1. till! άγαθ$ τύχρ.: till 1., εις
καλόν. kan äfv. uttr. m. καίριος,’3. t. ex. till 1.
kom han, καίριος ήλθεν.: försöka sin 1.,
άποπε-ράόθαι τής τύχης.: anse ngt f. en 1., καλόν,
άγαθόν νομίζειν τι.: hd s. anses f. en 1.,
εύιδαιμόνισμα, τό. 5) tillstånd af medgång o.
välbefinnande, ευδαιμονία, ή. εύπραγία, ή. όλβος, ο
(ish. yttre).: njuta 1., εύπραγείν. εύδαιμονεϊν.
εύ-τυχείν. ευ, καλώς, εύδαιμόνως, μακαρίως
πράττειν. εύ πάσχειν. ευ, καλώς έχειν.: störa ngns 1.,
Ενοχλεϊν tf εύδαμονία τινός. 6) ss.
personifikation, ή Τύχη.: l:ns gudinna, Τύχη, ή.: l:ns
gåfvor, τύχης δώρα, τά. τά τής τύχης, τά Εκ τής
τύχης άγαθά.: l:ns skötebarn, ευτυχέστατος, ό.
εύδαιμονικός άνθρωπος, ό.: l:ns stjerna, ό
λευκός άστήρ. ή αγαθή τύχη. äfv. ό δαίμων, ό
μέγας δαίμων. Τύχη, ή.: l:ns stjerna strålar, ό
δαίμων πνει.: 1:η är lätt på tråden, ή τύχη
εύ-ριπος.

Lyckas, 1) pers., εντυχείν τινι, έν τινι, Επί
τινι (i ngt), εις τι 1. τί (m. afs. på ngt),
τυγχά-νειν τινός, κατορθούσθαί τι.: ej 1. i ngt, άτυχείν,
άποτυγχάνειν, άμαρτάνειν τινός. 2) irapers. 1.
m. saksubj , γίγνεσθαι εις δέον. καλώς
άποβαί-νειν. (εύ) προχωρείν. συμβαίνειν.: hs företag
lyckades öfver förväntan, αυτώ τά πράγματα πάσης
Ελπίδος μείζον 1. υπέρ πάσαν ευχήν προύχώρει.:
ingenting 1. mig, πάντα μοι εις τούναντίον
περι-ίσταται.

Lycklig, 1) s. lyckas, a) om pers., ευτυχής,
2. εύστοχος, 2 (träffande målet).: vara 1., εύτυχεϊν.
εύστοχείν (träffa målet), b) om ting, καλός, 3.
ευτυχής, 2. καίριος, 3. δεξιός, 3, αίσιος, 2 (om
förebud).: 1. dag, ευτυχούσα ημέρα, η. εύημερία,
ή.: i en 1. stund, καίριος, 3, t. ex. καίριος ήλθεν.
2) s. är i tillstånd af medgång o. välbefinnande,
ευτυχής, 2. μακάριος, 3 (mest i inre häns.).
ευδαίμων, 2. όλβιος, 3 o. 2.: riktigt 1., särdeles 1.,
ευτυχέστατος, 3. πανόλβιος, 2. τά πάντα
εύδαί-μων, 2.: vara 1. = njuta lycka, se Lycka 5).:
lefva 1., εύ ζήν.: 1. du, om, ζηλώ σε, ει.: prisa
ngn 1. f. ngt, εύδαιμονίζειν, μακαρίζειν, ζηλούν
τινά τίνος 1. Επί τινι.: den s. förtjenar att prisas
1., άξιος (3) εύδαιμονίζεσθαι. άξιομακάριστος, 2
(sälls.).: göra 1., εύδαίμονα 1. μακάριον (1. εύδ.
και μακ.) ποιεϊν. άγειν πρός 1. Επί την
εύδαιμο-νίαν. — Adv., εύ. καλώς, εύδαιμόνως. μακαρίως.
ευτυχώς, καιρίως.: 1. ο. väl resa, segla,
ankomma, άσφαλώς πορεύεσθαι, πλεϊν, άφικνεϊσθαι.

Lyckliggöra, se under Lycklig 2).

Lyckligtvis, καιρίως. Ev καιρώ. Ες καιρόν.

Lyckobebådande, δεξιός, 3. αίσιος, 2.
εύ-φημητικός, 3.

Lyckosam, se Lycklig 1).

Lycksalig, μακάριος, 3. ευδαίμων, 2. ό’λβιος,
3 ο. 2.: lefva 1., τον βίον διάγειν Εν ευδαιμονία.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0257.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free