- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
254

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - L - Lycksalighet ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

254

Lycksalighet — Lyste π.

Lycksalighet, 1) ss. sak, εύδαιμόνημα, τό.
2) ss. tillstånd, ευδαιμονία, ή. μακαριότης, ή.
όλβος, ό.

Lycksökare, πανούργος, ό. äfv. κινδυνεντής,
ού, ό (våghals), ραδιουργός, ό, ή. ό θωπεύων.
χόλαξ, χος, ό. jfr Följ.

Lycksökeri, πανουργία, ή (förslagenhot).
κο-λάκευμα, τό. S-ωπεία, ή (kryperi).

Lyckträff, ευτύχημα, τό. τύχη, ή.: det är
en 1., εν γίγνεταί τι.

Lyckönska, συνήδεσθαί τινι (sak el. pers.),
τινί τίνος (ngn f. ngt), συνηιΐόμενον άσπάζεσθαί
τινα. σνγχαίρειν τινί Επί τινι (f. ngt) el. ότι (att).

Lyckönskan, -önskning, ευφημία, ή.
ασπασμός, ό. συνήσθησις, ή.

Lyda, 1) hörsamma, πείθεσθαί τινι {περί
τίνος, i ngt), πειθαρχείν τινι. άκούειν τινός,
ύπα-χούειν τινός el. τινί. χατήχοον εϊναί τινι el.
τινός.·. punktligt 1., εύτάχτως ύπαχούειν τινί.:
villigt 1., εύπειθή εϊναί τινι.: 1. befallning,
τάπαρ-ηγγελμένα el. τά προσταχθέντα πράττειν, ποιεϊν,
δράν.: ej 1. ngn, άπειθεϊν τινι. άπειθώς εχειν
πρός τινα άνηχουστεϊν τίνος.: ej 1. ngns befallngr,
παραχούειν el παραμελειν τών ύπό τίνος
προς-ταχθέντων. 2) 1. under, höra till el. under ngns
välde, τινός el. Επί el. ύπό τινι εϊναι el. γενέσθαι,
ύποχείριον εϊναί τινι. ύποτετάχθαι τινί.: dta
lyder under senaten, ή σύγκλητος τούτων κνρία
Εστίν, ταύτα τής συγκλήτου Εστίν. 3) hafva till
innehåll (om skrift, anförande, lagbud o. d.),
λέγειν, ensamt el. m., ούτω, ώδε, τόδε, τάδε.
είναι m. ode, ήδε, τ ode. t. ex. brefvet lyder så,
τά γράμματα ούτω λέγει, τά γεγραμμένα τάδ’
Εστί.: beslutet l:er, Εψήφισται dέdoκτaι.: lagen
l:er så, τάdε ό νόμος λέγει, κελεύει,
νενομοθέτη-ται.: så l:er min befallning, τάdε κελεύω.: såher
inskriptionen, εστι dέ Εγγεγραμμένα τάdε.

Lydaktig, εΰπειθής, 2. πειθαρχικός, 3. jfr
äfv. Lydig.

Lydelse, τά Ενόντα, τό (Εγ)γεγραμμένον. τό
εϊρημένον.: följande 1., τόdε. τάdε.

Lydig, εύπειθής, 2. πειθαρχικός, 3. υπήκοος,
κατήκοος, 2 εύτακτος, 2 (helst om soldater).:
vara 1., ευπειθεϊν. πειθαρχεϊν. εύτακτειν.: visa
sig 1. mot ngn, πειθόμενον el. εύπειθή παρέχειν
εαυτόν τινι.

Lydighet, εύπείθεια, ή.

Lydkonung, πελάτης βασιλεύς, ό 1. d.

Lydnad, εύπείθεια, ή. πειθαρχία, ή. ευταξία,
ή, υποταγή, ή (soldaters).: visa 1. mot ngn =
vara lydig, se Lydig.: hålla ngn till 1., ποιεϊν
τινα πείθεσθαι έαυτω. i 1., παιθόμενον εχειν
τινά. πειθομένω χρήσθαι τινι.

Lyfta, 1) föra upp fr. sin plats, (Επ)αίρειν.
βαστάζειν (bördor), μοχλεύειν (m. häftyg).: 1. i
höjden, άναιρεϊν. μετέωρον αϊρειν. μετεωρίζειν :
1. ankar, αϊρειν, άναλαμβάνειν, άνασπάν,
άνά-γεσθαι τάς άγκυρας. άπαίρειν (afsegla).: 1.
händerna mot höjden, άνατείνειν τάς χείρας.: 1. ngn
opp på hästen, vagnen, άναβιβάζειν τινά Εφ’
ϊπ-πον. Εφ’ άρμα.: 1. ngn ur sadeln, καταβιβάζειν
τινά άπό τον ϊππον. 2) upptaga (penningar),
ά-πολαμβάνειν. dέχεσθaι. εϊσπράττειν. 3) oeg.,
(Επ)-αυξάνειν. ανξειν. προάγειν.

Lyft ande, άρσις, ή. μόχλενσις, ή. äfv. gm ι/ν.

Lyftning, 1) = Lyftande. 2) högre flygt,
τό σύντονον. dειvότης, ή.: framställningens 1.,

τό μεγαλοπρεπές, τό σεμνόν. μεγαλοπρέπεια, ή.
σεμνότης, ή.

Lykta, verb., se Sluta, Slutas.

Lykta, subst., λαμπτήρ, ήρος, ό. λυχνούχος,
ό. φανός, ό.

Lyktbärare, λυχνοφόρος, ό.: varal.,
λυχνο-φΌρεϊν.

Lyktfabrikant, λυχνοποιός, ό.

Lyktgubbe, irrsken, αύγή ή διάττουσα 1. d.

Lykthandlare, λυχνοπώλης, ον, ό.

Lykttändare, λνχνάπτης, ον, ό.

Lykttändning, λυχναψία, ή.

Lymmel, βλάξ, κός, ό. φορτικός άνήρ, ό.
κακούργος, ό.

Lynne, 1) ss. beskaffenhet, φύσις, ή.
τρόπος, ό. ήθος, τό. οργή, ή (mest poët.).: m.
dåligt 1., δύσκολος, 2.: m. godt 1., εύτράπελος, 2.
2) ss. stämning, dιάθεσις τής ψυχής, ή. όργαί,
αι.: godt 1., καλή τής ψυχής διάθεσις, ή.
ευκολία, ή. ευφροσύνη, ή.: vara vid godt 1., εν,
καλώς, ευκόλως dιaκεϊσθaι el. dιaτεθήvaι τήν
ψν-χήν.: m. godt 1., εύκολος, 2.: skalkaktigt 1., τό
πaιγvιώdες.: dåligt 1., dυσκoλίa, ή. αηδία, ή.:
vara vid dåligt 1., δυστεθεϊσθαι. άηδεϊν.

Lyra, 1) ss. instrument, λύρα, ή.: spela på
1., λυρίζειν. 2) ss. bollkast, τής σφαίρας ρϊψις,
ή 1. d.

Lyrik, λυρική ποίησις, ή. τό λυρικόν. τά
λυρικά. λυρικά μέλη, τά.

Lyriker, μελικός, ό. λυρικός ποιητής, ού, δ.

Lyrisk, λυρικίς, 3. μελικός, 3.

Lysa, 1) tr., göra ljust, λύχνον προσφέρειν.
(προ)φαίνειν. λυχνεύειν. 2) intr., a) eg., vara
ljus, (Ελ)λάμπειν. φαίνειν. φωτίζειν. φέγγειν.: 1.
på ngt, Επιλάμπειν τινί.: solen lyser ngn i
ansigtet, o ήλιος άντιλάμπει τινί.: 1. igenom,
δια-φαίνειν, -σθαι (äfv. oeg.). b) oeg., utmärka sig,
λάμπειν. Ελλάμπειν τινί (i ngt). Εκλάμπειν.
Εκ-πρέπειν. διαφέρειν.: 1. bland alla, άριστεύειν.
κρα-τιστεύειν.: 1. fram, Εκφ>αίνεσθαι.: han lyser m.
lärdom, καυχάται el. μεγαλαυχεϊται Επί σοφία.:
1. m. ngt, λαμπρύνεσθαί τινι el. περί τίνος. 3)
låta förkunna, άναγορεύειν. άναγγέλλειν.
άνακη-ρύττειν.: 1. f. ett brudfolk, τόν γάμον τινών άπό
el. Εκ τού ιερού βήματος (el. άμβωνος)
άνακηρύτ-τειν. — lysande, 1) eg., φωτεινός, 3.
λαμπρός, 3. λάμπων, ουσα, ον. στιλπνός, 3.: göra
1., λαμπρννειν. 2) oeg., λαμπρός, 3.
μεγαλοπρεπής, 2. Εκπρεπής, 2. Εκφανής, 2. Επικυδής, 2.

Lysande, subst , αύγή, ή. φέγγος, τό. äfv.
gm νν.

Lyse, φώς, τός, τό.

Lysmask, λαμπυρίς, ίδος el. λαμπουρίς,
ίδος, ή.

Lysning, 1) ljusspridning, φωτισμός, ό. 2)
f. brudfolk, άνακήρυξις ή τον γάμου.

Lysningspresenter, ungef. δώρα
προς-φθεγκτήρια, τά.

Lyssna, 1) spejande höra, ώτακουστεϊν.: 1.
på, (παρα)τηρεϊν. 2) gifva akt, ύπακούειν
τινός. προσέχειν τινί. 3) lyda, πείθεσθαί τινι.
ύπακούειν τινί.

Lyssnare, ωτακουστής, ού, ό.

Lysta, det lyster, άρέσκει μοι, δοκεϊτα.ιη/.:
mig l:er ngt, Επιθυμώ, Εφίεμαί τίνος, πόθω
τινός φέρομαι. Ερώ τίνος.

Lys t en, Επιθυμητικός, 3. Ερωτικώς Εχων,

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0258.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free