- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
277

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - M - Mjölbunke ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Mjölbunke — Modersköfc.

277

Mjölkbunke, -bytta, γαυλός, δ. σκαφίς,
ίδος, ή.

Μjölkdrickare, γαλακτοπότης, ου, ό.

Mjölkdrickning, γαλακτοποσία, ή.

Mjölke, σπέρμα, τό. S-ορός, ό.
Mjölkfisk, ζ^θ-ι)*· ό αρρ*/"·

Mjölkflicka, -hustru, παρ&ένος, yt/*>i) το
^άλα πωλοίσα, »J.

Mjölkfärg, χρώμα γαλάκτινον, ιό.

Mjölkfärgad, ^αλακτό/ρωί, ωτο£, ο1, ή.

Mjölk hvi t, γαλαχτώδης, 2. ^αλακτ^κο’ί, 3.:
vara m., ^αλακτέζ»)’.

Mjölkhår, χνούς, oc. λάχνη, ή. ϊουλος, ό.

Mjölkkalf, μόσχος γ αλακτοτ ροφού μένος, ό.

Mjölkko, βούς βδαλλομένη 1. γάλα έχουσα 1.
γα-λαχτουχούσα.

Mjölkkur, ή διά γάλαχτος 1. γαλαχτοποσίας
θεραπεία.

Mjölkkärl, γαλαχτοδόχον (άγγεϊον), τό.: =
kärl att mjölka i, se Mjölkstäfva.

Mjölklik, se Mjölkaktig.

Mjölkmat, γαλάκτινον εδεσμα, τό.: tillaga
m., γαλαχτουργειν.

Mjölkning, άμελξις, βδάλσις, ή.

Mjölkrik, εύγλαγής, 2.

Mjölksaft, χυλός, δ.

Mjölkskum, άφρόγαλα, χτος, τό.

Mjölk st en, γαλαχτίτης λί&ος, ό. γαλαξίας, δ.

Mjölkstäfva, άμολγεύς, ό. άμόλγιον, τό.
πέλλα ο. πελλίς, ίδος, ή. γαυλός, ο.

Mjölktand, νεογιλός οδούς, δ.

MjÖlkvassla, se Vassla.

Mjökätare, γαλαχτοφάγος, ο1.: vara m,
γα-λακτοφαγεϊν.

Mjöllår, άλφιτο&ήχη, ή.

Mjölmat, άλεύρον 1. άλφίτου εδεσμα, τό.

Mjölnare, μυλω&ρός, ό. άλέτης, ου, ό.

Mjölnerska, μυλω&ρίς, άλετρίς, ίδος, ή.

Mjölnarvisa, έπιμύλιος ωδή, ή. έπιμύλιον
ασμα, τό.

Mjölqvarn, se Qvarn.

Mjöl sikt, άλευρότησις, ή.

Mjölsäck, ϋ-ύλαχος άλεύρου, ό.

Mjölvälling, se Mjölgröt.

Mo, τόπος άμμώδης, ο. άμμος, ή. έρημία, ή.

Mobb, se Pöbel.

Mobil, κινητός, κινητικός, 3 (rörlig),
παρε-σχευασμένος, έτοιμος, 3 (om en här).

Mobilier, se Lösegendom.

Mobilisera, παρασκευάζειν, -σΒ-αι.

Mocka, χα&αίρειν. άπο-, έχχα&αίρειν.

Mod, 1) sinnesförfattning, ψυχή, ή. &υμός, ό.:
dristigt m., se 2).: godt, gladt, hurtigt m.,
ευθυμία, ή. εύφρωσύνη, ή.: vara vid godt m.,
εύ-&υμεϊν, vanl. -σ&αι. &αρρεϊν.: vid godt m.,
θαρρών, 3. d-αρραλέος, 3. o. adv. &αρρούντως.
&αρ-ραλέως.: jag är till mods, εχω τήν ψυχήν.
διά-χειμαι. διανοούμαι (m. ώς ο. part.), δοχώ μοι (m.
inf.): hur tror du att han skall vara till mods,
τίνα οϊεις αυτόν ψυχήν 1. γνώμην 1. χαρδίαν
εχειν.: jag är illa till mods, δυσ&ύμως 1. ά&ύμως
έχω. ά&υμώ. χαχώς έχω τήν ψυχήν. άγωνιώ.: jag
känner mig underlig till mods, θαυμάσια πάσχω.:
jag blir helt underlig till mods, πάνυ d-αυμασίως
διατίΰ-εμαι. 2) oförskräckhet, dristighet, &υμός,
o4, d-άρρος, τό. τόλμα 1. -η, ή. εύτολμία, ή.
εύ-ψυχία, η. φρόνημα, τό. άνδρία, -εία, ή.: ha m.,

S-αρρεϊν. &υμόν εχειν. τολμάν. άνδρεϊον είναι.
ett dåraktigt m., άνόητον θάρρος &αρρεϊν.: fatta
m., d-άρρος λαμβάνειν (äfv. λαμβάνει με),
θάρρος έγγίγνεται 1. έμπίπτει μοι. &αρρεϊν.: åter fatta
m., άνα^αρρεϊν. άναλαμβάνειν &υμόν.: ingifva
m., (έπι)&αρρύνειν. έπιρρωννύναι. θάρρος 1.
&υ-μόν έμποιείν etc., se Ingifva, d-αρρεϊν ποιεϊν
τινα.: åter ingifva ngn m., άνα&αρρύνειν τινά.:
ägga ngns m., d-ήγειν τήν ψυχήν 1. τό φρόνημά
τίνος, παρα&αρρύνειν τινά.: fälla m., ά&υμεϊν.
άποβάλλειν τόν d-υμόν. χαταπίπτειν τώ &υμώ.
άποδειλιάν.: sakna m. till ngt, ά&ύμως εχειν
πρός ιι. άποδειλιάν πρός τι 1. ποιειν τι.: bryta
ngns m., χαταδουλούν τήν ψυχήν 1. τό φρόνημά
τίνος. 3) stolthet, φρόνημα, τό. μεγαλοφροσύνη,
ή.: ha m., μέγα φρονεϊν. μεγαλοφρονεϊν.

Mod, τρόπος, 6. ε&ος, τό.: efter nu rådande
m., εις 1. χατά τόν νύν τρόπον.: vara m., έν
έ&ει είναι, έπιχρατεϊν. άκμάζειν. έπιπολάζειν.
έπι-χωριάζειν (inom ett land).: blifva m., έχνιχάν.
ε&ος γίγνεσθαι, εις έ&ος χα&ίστασ&αι.: komma
ur m., se Föråldras.

Moddocka, περίεργος περί τήν έσ&ήτα.
καλλω-πίστρια, ή (masc., χαλλωπιστής, ό).

Modefärg, χρώμα τό σύνη&ες.

Modehandlare, ρωποπώλης, ου, δ.

Modell, πρότυπον, τό. πρόπλασμα, τό.
παράδειγμα, τό. τύπος, δ. χάναβος, δ. -era,
πλατ-τειν. (προ)τυπούν.: en s. modellerar, πλάστης, ου,
ό.: konsten att m., πλαστική, ή.

Moder, 1) μήτηρ, τρός, ή. ή τεχούσα (ngns,
τινά).: blifva m., τίχτειν (παϊδα).: på m:s sida,
μητρό&εν. πρός μητρός.: verklig, naturlig m.,
ή φύσει μήτηρ. ή τεχούσα. — I fig. bet., gm
μήτηρ 1. πατήρ efter det subst:s gen., hrom fråga
är, 1. heldre gm τίχτειν 1. άρχή, ή. 2) se
Lif-moder. 3) se Bottensats.

Moderat, μέτριος, 3. σώφρων, 2. -ation,
μετριότης, ή. σωφροσύνη, ή. -era, κυβερνάν,
έπι-στατεϊν. διοικεϊν. μετριάζειν. σωφρονίζειν. κατέχειν.
συστέλλειν.

Moderbröst, se Bröst 2).

Moderjord, -land, μητρίς, ίδος, ή. πατρίς,
ίδος, ή.

Moderlif, κοιλία, ή. μήτρα, ή (poet., νηδύς,
ύος, ή).: fr. m., έκ κοιλίας μητρός, άπό πρώτης
γενεάς, εύ&ύς γεννη&είς, εϊσα, έν.

Moderlig, a) s. tillhör moder, μητρικός, 3.
μητρώος, 3. δ, ή, τό τής μητρός, b) s. egnar en
moder, ώσπερ μήτηρ.: en m. vård, θεραπεία οία
μητρός.

Moderlös, άμήτωρ, ορος, ό, ή. μητρός
ερη-μος, 2.

Modermord, μητροκτονία, ή.

Modermördare, μητροκτόνος (poet. -φόνος),
2. μητροφόντης, ου, ό. μητραλοίας, α, δ.

Modem, καινότροπος, 2 (nymodig). εις τόν
νύν τρόπον πεποιημένος, 3. ό, ή, τό έν έ&ει 1.
νύν συνήθης (2) 1. νομιζόμένος, 3 (vanlig).

Moderpassion, -plågor, se Hysteri.

Modersfröjd, -glädje, ή άπό τών τέκνων
ηδονή, εύπαιδία, εύτεκνία, ή.

Μ ο d e r s h j e r t a, ή τής μητρός ψυχή.

Moders känsla, -kärlek, φιλοστοργία ή τής
μητρός.

Modersköt, γαστήρ, ρός, ή. κοιλία ή τής
μητρός.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0281.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free