- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
278

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - M - Moderslida ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

278

Μ o der slid a — Morgon.

Moderslida, γυναικείος κολεός, o.

Modersmjölk, γάλα τό από της μητρός.:
den första m., πυος 1. πνός, ό.

Modersmål, Εγχώριος 1. Ιδία γλώττα, ή.

Mo der språk, bl. μήτηρ, τρός, ή.

Modesjuka, καινόσπουδον, τό.

Modesjukdom, νόσος συνήθης 1. κοινή, lf.

Modest, se Blygsam.

Modevara, καλλώπισμα, ro. ρωπικά, τά.

Μ ο d f ä 11 a, άφαιρείν 1. Εξαιρειν τον θυμόν
τι-vof. οΓί^λόν 1. «»$· άθυμίαν καθιστάναι τινά.
άθυ-μίαν τινι παρέχειν 1. Εμβάλλειν. ταπεινούν τινα
(förödmjuka). — modfälld, άθυμος, 2.: vara
m., άθυμείν. άθύμως έχειν 1. διαχεϊσθαί. έν
άθυμία είναι, άποδειλιάν. alldeles m.,
καταθυ-μειν.: blifva m., άποδειλιάν. άναπίπτειν.
ύφίε-σθαι. Εκκακεϊν. άθυμεϊν.

Modfälldhet, άθυμία, ή. άποδειλίασις, ή.
άποδειλία, ή.

Modificera, ετεροιούν, μεταρρυθμίζειν
(ändra). Jfr Lämpa, -kation, ετεροίωσις,
μεταρ-ρύθμισις, ή.: med den m. att, Επί τώ 1. Εφ* ω
m. inf.

Modig, θαρραλέος, θαρσαλέος, 3. ευθαρσής,
2. τολμηρός, 3. εύτολμος, 2 εΰχρυχος, 2.
εύθυμος, 2. ανδρείος, 3. θνμοειδής, -ώδης. 2 (ish.
om djur), μέγα φρονών, ούσα, ουν (stolt).: göra
ngn m., se under Mod.

Modlös, άθνμος, 2, δειλός, 3. άτολμος, 2.
άνανδρος, 2. Jfr modfälld.

Modlöshet, άθυμία, ή. άτολμία, ή.
άπο-όειλίασις ο. άποδειλία, ή. άνανδρία, ή.

Modstulen, se modfälld.

Modulation, καμπή, ή. -era, rösten, έπικλάν
τήν φωνήν.

Μ ο dus, έγκλισις, ή (Gram.).

Mogen, πέπων, 2. πεπανός, 3 (Sedn).
πέπει-ρος, 2 (äfv. fig.), ωραίος, 3 (ofta fig.), sällan
ώ-ρικός, 3. αδρός, 3 (utväxt, kraftfull), τέλειος, 3
(s. hunnit sin fulla utveckling).: göra m.,
πε-παίνειν. πέττειν. άδρύνειν.: blifva m., se Följ.:
bära m. frukt, τελεοκαρπεΐν.: m. f. giftermål,
yà-μου 1. γάμων ώραϊος (ish. om jungfrur),
πέπει-ρος, 2.: en m. jungfru, äfv. παρθένος εϊς
ανδρός ώραν ήκουσα 1. ωραία άνδρός.: d. m.
åldern, τελεία 1. καθεστηκυία ήλικία.ι vara i m.
ålder, άκμάζειν τ$ ηλικία.: s. är i m. ålder,
ακμαίο;, 3. τέλειος, 3.: m. f., till ngt, ήλικίαν
έχων τινός 1. m. inf. ικανός (3), επιτήδειος (3)
τινι 1. εϊς, πρός τι 1. m. inf.: m. f. galgen, τού
σταυρού 1. τού βρόχου άξιοςå 3.: m. f. döden,
ώραΐος άποθανειν. b) omsorgsfull, noggrann,
Επιμελής, 2. σπουδαίος, 3. άκριβής, 2. ικανός, 3.:
efter m. öfverläggning, άκριβώς 1. ικανώς 1. tv
μάλα σκεχράμενος. καλώς βουλευσάμενος.

Mogna, πεπαίνεσθαι. ώραιον γίγνεσθαι,
ά-δρύνεσθαι 1. άδρονσθαι περκάζειν (om drufvor ο.
oliver), άκμάζειν. τέλειον γίγνεσθαι, τελειονσθαι.
Jfr Föreg.

Mognad, πεπειρότης, άδρννσις, ή (eg.),
ω-ραιότης, ή (eg. ο. oeg.). άκμή, ή (oeg.). τέλος,
τό (full utveckling).: bringa till m., se Mogen.:
komma till m., se Mogna.: komma till manlig
m., άνδρίζεσθαι τω σώματι, τέλειον άνδρα
γίγνεσθαι.

Moll, μαλακή άρμονία, ή.

Moll a, βλίτον, τό.

Moln, νεφέλη, ή. νέφος, τό.: omgifven,
betäckt af m., σνννεφής, 2. Επινέφελος, Επινεφής, 2.

Molnbädd, πνκνόν νέφος, τό.

Molnfläck, tapp, νεφέλιον, νεφίον, τό.

Moment, 1) "momang°, se Ögonblick. 2)
del af tiden 1. skrift, μέρος, μόριον, το’, -an,
se Ögonblicklig.

Monad, μονάς, άδος, ή. άτομο ς, ή.

Monarch, μόναρχος, μονάρχης, ό.: vara m.,
μοναρχειν. -chi, μοναρχία, ή. -chisk,
μοναρχικός, 3.: ha m. författning, μοναρχΛσθαι.

Monogami, se Engifte.

Monographi, ϊδιον σύγγραμμα, τό. Ιδία
σνγγραφή, ή.

Monolog, μονολογία, ή.

Monopol, μονοπώλιον, τό. μονοπώλια, η.: ha
m., μονοπώλιον έχειν. μονοπωλειν.

Monotheism, τό ένα θεόν νομίζει ν.

Monoton, se Entonig.

Monstrans, ung. ιεροθήκη, ή.

Monstrum, τ^ρα?, τος, τό.

Monument, se Minnesmärke, -vård.

Mops, κυνίδιον σιμόν, τό.

Mor, se Moder.

Moral, ηθική Επιστήμη, ή. ηθικά, τά.: =
sedlighet, se d. ο. -isk, se Sedlig, -itet, se
Sedlighet.

Moras, -ig, se Kärr, -aktig.

Morbroder, ό τής μητρός αδελφός,
μητραδελφός, 6. θείος ό πρός μητρός.

Mord, φόνος, ό. σφαγή, ή. θάνατος, ό.: begå
m., se Mörda.: ha m. i sinnet, βουλεύειν
φό-vov.: anklaga ngn f. m., φόνου διώκειν 1.
γρά-φεσθαι 1. Επαιτιάοασθαί τινα 1. Επεξιέναι τινί.:
vara anklagad f. m., Εφ* αϊ ματ ι φεύγειν 1.
διώ-κεσθαι.: med m. befläckad, μιαιφόνος, 2. μιαρός,
3. Εναγής, 2.: beträffande m., φονικός, 3.

Mordanslag, Επιβονλή ή περι τής ψνχής.:
ha m. mot ngn, (Επι)βονλενειν φόνον τινί.

Mordbegär, se Mordlust.

Mordbrand, πνρπόλησις, ή.

Mordbrännare, Εμπρηστής, ού, ό. ό
πυρ-πολών, ούντος.

Mordgerning, se Mord.

Mordgirig, se Mordisk.

Mordhistoria, φονικός λόγος, o. τό περι
τον φόνον πράγμα, τά περί τον φόνον.

Mordisk, 1) mordlysten, φονικός, 3. φόνου
Επιθυμώ ν, ούσα, ονν. 2) mördande, ολέθριος, 3
ο. 2. Εν ω πολλοί άπόλλυνται 1. άποθνήσκονσιν 1.
πολύς φόνος γίγνεται.

Mordlust, Επιθυμία φόνου, ή. τό φονικόν.

Mordlysten, se Mordisk.

Mordstål, -vapen, bl. ξίφος, τό. σφαγενς,
έως, ό (poet.).

Morfar, μητρός πατήρ, ό. πάππος, δ (πρός
μητρός), μητροπάτωρ, ορος, ό.

Morgna sig, άπωθεϊσθαι τον νπνον.

Morgon, 1) tidigaste delen af dagen, έως, ω,
ή. όρθρος, ό (gryning).: tidig m., όρθρος βαθύς.:
tiden mot m., περίορθρον, τό.: på m., έωθεν.
πρώ.: s. sker på m., έωθινός, 3. όρθριος, 3 (t.
βχ. ήκεν, παρήν).: det blir m., έως μέλλει
γίγνεσθαι. ή ήμέρα ύπολάμπει 1. υπ οφ αίνε ι.: fr. in.
till afton, μέχρι δείλης Εξ εωθινον. έωθεν μέχρι
δείλης. 2) se Morgondag.: i m., αϋριον. tti
αύριον. äfv. είς τήν αϋριον (sc. ήμέραν).·. i m.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0282.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free