- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
279

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - M - Morgonandakt ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Morgonandakt-

bittida, αϋριον πρώ 1. εωθεν.: i m. så bär dags,
αυριον τηνιχάδε.

Morgon and akt, -bön, εωθιι>αί εύχαί, αι.:
göra sin m., ε ω fri v ποιεϊσθαι τάς ενχάς.

Morgonbesök, έωθινή έπίσχεψις, ή.: göra
ngn ett m., εωθεν ίπισχοπεϊν τινα 1.
έντυγχά-νειν τινί.

Morgondag, ή αύριον (ημέρα).: (på) m.,
τή αύριον.: till m., εις τήν αύριον.:
morgondagens, ο, ή, το αύριον.: sörj icke f. m., μή ύπέρ
τήν πήραν ψρόνα (ordspr.).

Morgondagg, εωθινή δρόσος, ή.

Morgondimma, ή εωθεν ομίχλη.

Morgondrägt, ή εωθεν έσθής.

Morgongryning, se Gryning.

Morgongåfva, ungef. άναχαλυπτήρια,
όπτή-ρια, τά (se Lex.).

Morgonkyla, τά εωθεν 1. περί τον όρθρον
ψύχη.

Morgonluft, ή εωθινή 1. εωθεν αύρα.

Morgonmål, se Frukost.

Morgonrodnad, εως, ω, ή.: med m., α μ*
εω άμα τρ εω.

Morgonsol, εωθινός 1. άνίσχων ήλιος, ό.

Morgonstjerna, φωσφόρος 1. εωσφόρος, ό.

Morgonstråle, άχτίς ηλίου άνίσχονιος, ή.:
vid första m., (ευθύς) ύπολάμποντος τού ήλίον.

Morgonstund, εωθινός χρόνος, ό. τό
έωθι-νόν. πρωία, ή.: på m., εωθεν. τό εωθινόν.

Morgonsömn, εωθινός ύπνος, ο’.

Morgonvind, εωθινός άνεμος, ό. ή εωθεν
αύρα.

Morgonväkt, εωθινή φυλαχή, ή. όρθρος, ό.

Morgse, i m., εωθεν 1. πρω τήμερον,: i går
m., χθες εωθεν 1. πρω. Jfr Morgon 1).

Morian, μέλας άνθρωπος, ο.

Moria, ζεϊν.: det morlar i benen på mig,
σφαδάζω τα σχέλη.

Mormoder, ή τής μητρός μήτηρ. τήθη 1. τηθή
ή. Sedn. μάμμα 1. -μη, ή (πρός μητρός).

Morot, σταφνλϊνος, ό, ή. χαρωτόν, το.
δαύ-χος, ο.

Morra, ράζω, ρύζω. χνυζάσθαι.: = knorra,
se d. ο.

Morrande, χνυζηθμός, ο.

Morrhår, ο τού αιλούρον πώγων 1. μύσταξ.

Morsk, se Bister.

Mortalitet, se Dödlighet 3).

Mortel, όλμος, ό. Χγδη (ϊγδις, ιος), ή. θυεία
1. θϋία, ή.: liten m., θυείδιον 1. θυίδιον, τό.

Mortelstöt, ύπερος, ο. δοίδυξ, χος, ό.
άλε-τρίβανος, ό.

Mos, πόλτος, ό. ετνος, τό.

Mosaik, ψηφοθέτημα, τό. ψηφολόγημα, το’,
λιθόστρωτοι’, τό. σύνθεσης λίθων, : arbeta i m.,
ψηφοθετεϊν, -Aoye*»’.: s. arbetar i m.,
ψηφοθέ-της, ου, oe.: bitarna s. hopfogas till m., ψήφος,
ή. άβαχίσχος, ό.

Mo sch us, μόσχος, o.

Mosig, πολτώ^*·, 2.: fig., υποπεπωχώς, råa, o£.

Mossa, /^iW, τό. μνίον, τό (hafsm.).

Mossa sig, βρυούσθαι.

Mosse, ?λνώ<% jf. ίλοί*, τό (träsk).

Mossig, -lupen, βρυώδης, 2. βρυόεις, 3.
Øé-βρυωμένος, 3. μνιαρός, 3 (poet.).

Moster, ί) τής μητρός άδελφή. μητράδελφος, ή.

Mot, se Emot.: i m. o. m., se Medgång.

-Motpart. 279

Mota, άνθίστασθαι, Ιναντιούσθαί τινι

(sätta sig emot), χατέχειν τινά (hejda), κω-

λνίίί/ ηνά (hindra). (άπ)αμύνειν, άποτρέπειν,
απί-λαύνειν τινά (afvärja).: = fösa, se Drifva.

Motande, Ιναντίωσις, ή. χώλυσις, ή. άμυνα,
η. αποτροπή, ή. ο.νν., se Föreg.

Motanklagelse, αντιγραφή,
άντιχατηγο-ρ/α, τ?.; framställa en m. mot ngn,
άντιγράφε-σθαί τινα. άντιχατηγορεϊν τίνος.

Mot anmärkning, άντιλογία, ι?. άνθυποφ<ορά,
ή.: göra en m., άντιλέγειν. άνθυποβάλλειν.
άν-θυποφέρειν.

Motanstalt, αντιπαρασχευή, ή.
άντιμηχάνη-μα, τό.: träffa m:er, άντιπαρασχευάζεσθαι.
άντι-μηχανάσθαι.

Motarbeta, άντιπράττειν, Ιναντιούσθαί τινι.
άντιτείνειν τινί 1. προ? τι. άνταίρειν τινί 1. πρός
τινα.

Motarbetande, άντίπραξις, ή. Ιναντίωσις,
ή. bättre gm vv.

Motbefästning, άντιτείχισμα, τό,
άντίφρα-γ μα, τό.

Motbeskyllning, άντέγχλημα, τό.
άντιχα-τηγορία, ή.: göra en m. mot ngn, άντεγχαλεϊν
τινι. άντιχατηγορεΐν τίνος.

Motbevis, έναντίος λόγος, ό.: föra ett m.,
άνταπ ο δειχνύναι.

Motbild, άντίτυπον, τό.: vara aldeles en m.
af ngt, άνομοιότατα ί-χειν τινί.

Motbjudande, αηδής, 2. δυσχερής, 2.
επαχθής, 2. βαρύς, 3. χαλεπός, 3.: ngt förefaller mig
m., äfv. άχθομαί τινι. Jfr Υ i dr i g.

Motfordran, göra en m., άνταξιοΰν,
άντa-παιτεϊν.

Motförbund, Ιναντία συμμαχία, ή.

Motförklaring, άπόχρισις, ή. έναντία
γνώμη, ή.: afgifva en m., άνταποχρίνεσθαι.
άντα-ποφαίνεσθαι (γνώμην).

Motförslag, έναντίος, 3, m. subst, under
Förslag.

Motgift, άντίδοτον, άντιφάρμαχον,
άλεξιφάρ-μαχον, τό.

Motgång, ατυχία, δυστυχία, ή. άτύχημα,
δυστύχημα, τό. συμφορά, ή. χαχόν, τό.: ha
motgångar, άτυχεϊν. δυστυχεϊν. συμφοραϊς χρήσθαί.:
i m., δυστυχών, χακώς πράττων.

Μ ο t h u g g, άντιχοπή, ή.: ge m., άντιπλήττειν.
άντιχόπτειν. Jfr Motstånd.

Motion, 1) se Kroppsrörelse. 2) se
Förslag. -era, se Föreslå.: m. sig, se
Kroppsrörelse.

Motiv, se Bevekelsegrund, -era, 1)
anföra skäl, τα*· αιτίας λέγειν 1. άποφ>αίνειν τινός,
αιτιολογεϊν τι. 2) utgöra tillräcklig grund f. ngt,
ιχανήν αϊτίαν 1. πρόφασιν εχειν τινός, -ering,
αιτιολογία, ή.

Motliggande, Ιναντίος, 3. ό, ή, τό
χαταν-τιπέρας, ίξ Ιναντίον (etc., se under Midt), med
1. utan ών, ούσα, όν 1. κείμενος, 3.

Motlist, άντιτέχνησις, ή.: använda m.,
άντι-τεχν άσθαι. άντεπιβο υλεύειν.

Mot mina, anlägga m:r, άνθυπο ρύ ττειν.
άντι-μεταλλεύειν.

Motpart, Ιναντίος, ό. άντίδιχος, ό (f. rätta).:
vara ngns m., Ιναντιούσθαί τινι 1. πρό? τινα, i
ngt, τι 1. περί τίνος, άντιδιχειν τινι 1. πρός τινα
(i. rätta).

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0283.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free