- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
305

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - O - Obesoldad ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Obesoldad-

Obesoldad, άμισθος, 2. άμίΰθωτος, 2.

Obesticklig, se Omutlig.

O b e s t i g 1 i g, άνεπίβατος , 2. άβατος, 2. ούχ
Επιβατός, 3.

Obestridd, -dlig, αναμφισβήτητος, 2.
ά-ναμφίλογος, άναμφίλεχτος, 2. (ομολογημένος, 3.
σαφέστατος, 3. φανερώτατος, 3. Εμφανής, 2. —
äfv.

Obestyrkt, αμάρτυρος, 2.

Obestånd, Ελάττωμα, τό. διαφθορά, ή.
χα-χοπραγία, ή. άπορία, ή.: bringa på ο., ΙλαττονίΛ
διαφ>θείρειν. άνατρέπειν. εις άπορίαν χαθιστάναι.:
vara på ο., κακοπρα/ίϊ*’. άπορεϊν. χαχώς,
άπό-ρω?

Obestämbar, άρρητος, 2.

Obestämd, αόριστο?, 2. acft/λο?, 2, ασαφής,
2 (otydlig), αμφίβολος* 2 (tvetydig), άτέχμαρτος,
2 (utan bestämmande kännetecken), αβέβαιος, 2
(otillförlitlig).

Obeständig, se Ostadig.

Obesuten, aj/ρον 1. εγγειον ονσίαν ov
χε-χτημένος, 3.

Obesvarad, άναπόχριτος, 2.: ο. kärlek, «ρω?
ον κοινός.: lemna en helsning ο., ούχ
άντιπρος-ειπείν, ούχ άντασπάζεσθαι.: lemna ngns kärlek
ο., ούχ άντεράν.

Obesviklig, άνεξαπάτητος, 2.

Obesvuren, άνώμοτος, 2.

Obesvärad, άθόρυβος, άθορύβητος, 2.
ανενόχλητος, 2. άτάραχτος, 2. Ελεύθερος, 3.

Obesådd, άσπάρτος, άσπορος, 2.

Obesökt, άβατος, 2 (obeträdd), έρημος, 2 (öde).
1. gm omskr. t. ex. han lemnade skolan o., ούχ
Εφοίτα εις διδασκάλου.

Obetad, άβόσκητος, 2. ακέραιος, 2.

Obetagen, άκώλυτος, 2.: det är dig o:t,
εξε-στί σοι. ουδείς φθόνος.

Obetalt, a) om skulder, ούκ άποδεδομένος 1.
διαλελυμένος, 3. b) om borgenärer, ούκ
άπειλη-φώς τό χρέος 1. τον μισθόν.

Obetingad, αναγκαίος, 3. άπλούς, 3.
απόλυτος, 2.: måste vi icke obetingadt medge, άλλο
τι ή άπλώς όμολογείν χρή.

Obetonad, άτονος, 2.

Obeträdd, άτριβής, 2. άβατος, 2. άστιβής, 2.

Obetslad, αχαλίνωτος, 2.

Obetungad, άπονος, 2. άπαθής, 2,
Ελεύθε-ρος, 3.

Obetviflad, άναμφίλογος, 2.
αναμφισβήτητος, 2. ανενδοίαστος, 2. (ομολογημένος, 3.

Obetvinglig, άήττητος, 2. άκράτητος, 2.
ά-χείρωτος, 2. άμαχος, 2. άκαταμάχητος, 2.
άνά-λωτος, 2. ά(νεκ)βίαστος, 2. άληπτος, 2.

Obetydande, -lig, ούδενός 1. ολίγου άξιος,
3. ούκ άξιόλογος, 2. άναξιόλογος, i’,
ευκαταφρόνητος, 2. βραχύς, εϊα, ύ. ολίγος, 3. μικρός, 3.
φαύλος, 3. λεπτός, 3.

Obetydlighet, a) ss. egenskap, βραχύτης,
ολιγότης, μικρότης, φαυλότης, λεπτότης, ή. b)
ss. sak, gm adj.

Obetäckt, άστέγαστος, 2 (utan tak),
ακάλυπτος, άκατακάλυπτος, 2 (utan hölje), γυμνός,
ψιλός, 3 (naken, bar), άστρωτσς, 2 (utan täcke).
Jfr Obeskyddad.

Obetänksam, άβουλος, 2. αλόγιστος, 2.
ά-προνόητος, 2. άσκεπιος, απερίσκεπτος, 2.
άνευλα-βής, 2. αφύλακτος, 2. αμελής, 2. προππής, 2.

-Obruklig. 309

Obetänksamhet, a) ss. egenskap, αβουλία,
ή. άλογιστία, ή. απερισκεψία, ή. άφνλαξία, ή.
αμέλεια, ή. προπέτεια, ή. αφροσύνη, ή. b) ss.
handling, άλόγιστον, άπροβούλευτον έργον, τό.

Obetänkt, άσκεπτος, άπερίσκεπτος, 2.
αλόγιστος, 2. εϊκαίος, 3.

Ob e vak ad, αφύλακτος, 2. άφρουρος,
άφρού-ρητος, 2.: vara ο., άφρουρείν.

Obevandrad, se Oerfaren.

Obeveklig, άπαραίτητος, 2. άτεγκτος, 2.
άκαμπτος, 2. άπειστος, 2.: vara ο., μή πείθεσθαι.

Obevislig, -vist, άναπόδεικτος, 2.
άνεξέ-λεγκτος, 2.

Obevittnad, αμάρτυρος, αμαρτύρητός, 2.

Obevågen, se Obenägen.

Obeväpnad, άοπλος, 2. γυμνός 1. ψιλός
(οπλών), 3.

Obevärad, se Föreg.

Obildad, (fig.), απαίδευτος, 2. αμαθής, 2.
άμουσος, 2. άγροικος, 2.: alldeles ο.,
αγράμματος, 2.

Ο billig, άνεπιεικής, 2. άγνώμων, 2.: det är
o:t, ούκ Εξ ϊσου Εστίν.: vara ο., άγνωμονειν 1.
(Sedn.) -εύειν, mot ngn, εις, πρός, περί τινα.

Ob illighet, a) ss. egenskap, άνεπιείκεια, ή.
άγνωμοσύνη, ή. b) ss. sak, ανεπιεικές έργον,
τό. αδίκημα, τό.

Objekt, τό άντικείμενον (grammatiskt), τό ο ν
(philosophiskt). τό όρώμενον 1. ορατό ν (physiskt).
τό ύποκείμενον (f. en verksamhet). Jfr
Föremål.

Objektiv, ό ρω μένος, 3. (αληθώς) ών, ούσα, δ ν.

Objuden, άκλητος, αυτόκλητος, 2.

Oblandad, άμιγής, 2. άμικτος, άνεπίμικτός,
2. άκέραστος, 2. ακραίος, 2 (ish. om vin; derf.
ό άκρατος, ο. vin), καθαρός, 3. ζωρίς, 2.

Oblid, αυστηρός, 3 (sträng), σκυθρωπός, 3
(dyster), άπηνής, 2, σκληρός, 3, ώμός, 3 (hård).
άπροσήγορος, 2 (otillgänglig), δύσκολος, 2
(vresig). χαλεπός, 3, κακός, 3 (om saker).

Oblidhet, αυστηρό της, ή. σκυθρωπότης, ή.
σκληρότης, ή. ώμότης, ή. άπροσηγορία, ή.
δυς-κολία, ή. χαλεπό της, ή.

Oblidkelig, se Obeveklig, Oförsonlig.

Obligation, χειρόγραφον, τό. συγγραφή, ή.:
utfärda en ο., χειρόγραφον ποιεϊσθαι.

Oblyg, αναιδής, 2. αναίσχυντος, 2. ιταμός, 3.
θρασύς, 3. άχρωμος, 2 (s. ej rodnar).

Oblyghet, άναίδεια, ή. άναισχνντία, ή.
ϊτα-μότης, ή. θρασύτης, ή.

Oborstad, se Ohyfsad.

Ο botfärdig, άμετανόητος, 2 (Ν. Τ.), bättre
ού μετανοών, ούσα, ούν 1. μεταγιγνώσκων, ουσα,
ον 1. μεταμελόμενος, 3.

Obotlig, ανίατος, 2. άνήκεστος, 2.

Obroderlig, ούχ ώσπερ αδελφός, ούχ ώς
πρέπει άδελφω. άστοργος, 2.

Obrottslig, εμπεδος, 2. βεβαιότατος, 3.
ευσεβής, 2. όσιος, 3. άθικτος, 2.

Ο brukad, se Obegagnad.: om jorden,
άγε-ώργητος, 2. άργός, 2. άργών, ούσα, ούν. άγριος, 3.

Obrukbar, άχρεϊος, 3 ο. 2. άχρηστος, 2.
ού-δενός άξιος, 3.: göra ο., αχρείου ν. διαφθείρειν.:
vara ο., Εν ου δενός χρεία είναι. Jfr Oduglig.

Obrukbarhet, αχρηστία, ή. ο. gm adj.

Ο brukl ig, άήθης, 2. άρχαϊος, 3. άχρηστος, 2
( Gram.).

39

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0309.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free