- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
309

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - O - Ofördragsamhet ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Ofördragsamhet-

Ofördragsamhet, άνειιιείκεια, η.
αύθά-thia, ή-

Ofördröjligen, αμελλητί- άόκνως.
άπροφα-σίστως. προθύμως. ονδεμίαν αναβολήν
ποιούμενος. Se vidare Genast.

Ofördunklad, καθαρός, 3. λαμπρός, 3.
αχέ ραιος, 2.

Oförenad, κεχωρισμένος, 3. άάύστατος, 2.
α-σύναπτος, άσύμπλεκτος, 2.: vara ο., χ€χωρίσθα*9
λίλνσΦα* απ’ αλλήλων.

Oförenlig, άσύστατος, 2. άσννάρμοστος, 2.
αμικτος, άσύμμικτος, 2. ασυνάρτητος, 2.
άκολ-λος, άχόλλητος, 2. άχέραστος, 2.: = ej
öfverensstämmande, άνάρμοστος, ασύμμετρος, άνοίχειος,
2.: vara ο., άναρμοσιειν.

Oförfalskad, άκίβδηλος, άκιβδήλεντος, 2.
ακέραιος, 2. αχρατοί, 2. acfoAoff, 2.
2. καθαρός, 3.

Oförfaren, se Oerfaren.

Oförfärad, se Oförskräckt.

Oförgriplig, gm omskr. t. ex. enl. min o.
mening, ώς έγωμαι, οίμαι, Εμοί δοκεϊν
(paren-thetiskt an slutne) o. opt. m. άν af hufvudverbet
t. ex. enl. min o. mening sker dta icke, ούχ av
γένοιτο τούτο Ε μοί δοκεϊν.

Ο fö r g än gli g, άφθαρτος, άφθορος,
αδιάφθορος, 2. άθανατος, 2. άίδιος, 2. άγήρως,
άγήρα-τος, 2. ανεξίτηλος, 2. άνεξάλειπτος, 2.
άνώλε-θρος, 2.: ο. ära, minne, δόξα, μνήμη αείμνηστος.

Oförgänglighet, αφθαρσία, αθανασία, ή.

Oförgätlig, άνεπίληστος, 2. αείμνηστος, 2.

Oförgätlighet, τό άείμνηστον. μνήμη
άίδιος 1. άθάνατος, ή.

Oförhappandes, se Oförmodadt.

Oförhindrad, se Obehindrad.

Oförhörd, άκριτος, 2. ούχ άνακριθείς, εϊσα,’έν.

Oförklarad, άνεξήγητος, 2. άδιήγητος, 2.
άοαφής, 2.

Oförklarlig, άδιεξίτητος, 2. άδιήγητος, 2.
ανερμήνευτος, 2. άσύμβλητος, 2. ασαφής, 2.: dta
är mig o:t, τούτο μανθάνειν, σννιέναι, διοράν ού
δύναμαι. Jfr Obegriplig.

Ο förkränkt, αβλαβής, 2. άχέραιος, 2.
ασφαλής, 2. οαιος, 3.

Oförliknelig, se Ojemnförlig.

Oförlikt, ού δι-, κατ-, συνηλλαγμένος, 3.

Oförlofvad, άνέγγυος, 2.

Oförlåtlig, άσύγγνωστος, 2. bättre gm
omskr., ονχ άξιος συγγνώμης, ούχ έχων
συγγνώ-μην ο. å. Se Förlåta.

Oförminskad, ούδέν Ελάττων, 2. άμείωτος,
2. άχέραιος, 2. άνενδεής, 2. Εντελής, 2.

Oförmodad’, άπροσόόχητος, άδόχητος, 2.
αιφνίδιος, 3. παράδοξος, 2. παράλογος, 2. — Adv.,
Εξ άπροσδοχήτου. άπό τού\άδοχήτου. άπρονοήτως.
αφνω. Εξαίφνης, αιφνιδίως.

Oförmåga, άδνναμία, άδννασία, ή.
ασθένεια, αμηχανία, ή.

Oförmånlig, se Ofördelaktig.

Oförmäld, se Ogift.

Oförmärkt, άναίοθητος, άνεπαίσθητος,2.—
Adv., λεληθότως. ήρέμα (sakta). Vanl. gm
omskr. m. λανθάνειν o. part.

Oförmögen, αδύνατος, 2. άσθενής, 2. ούχ
οίός τε. αμήχανος, 2. άνεπιτήδειος, 2.: vara ο.,
άδννατεϊν. άσθενείν. ούχ οίόντε είναι, ουκ έχειν.

Oförsvarlig. 309

ον δύνασθαι.: göra ngn ο. att göra ngt,
άφαι-ρεισθαί τίνος τό ποιεϊν τι.

Ο förnim bar, αναίσθητος, άνεπαίσθητος, 2.
ασαφής, 2.

Oförneklig, se Obestridlig.

Ο förnuft, άλογία, ή. άνοια, ή. αφροσύνη, ή.

Oförnuftig, άλογος, άλόγιστος, 2. άνους, 2.
ούχ έχων (ουσα, ον) νούν. άφρων, 2.

Oförnöjd, a) se Missnöjd, b) se Följ.

Oförnöjsam, δυσάρεστος, 2. δύσκολος, 2.
ά-κόρεστος, 2. ακρατής, 2. άπληστος, 2.: vara ο.
i ngt, άκρατώς 1. άπλήστως έχειν πρός τι.

Oförnöjsamhet, δνσκολία, ή. ακράτεια,
απληστία, ή.

Oförruttnelig, άοηπτος, 2.

Oförräntad, άτοκος, 2.

Oförrätt, άδικία, ή. άδικηua, τό. ϋβρισμα,
τό. ύβρις, εως, ή.: tillfoga ο., άδικεϊν τινα 1.
περί τινα. ύβρίζειν τινά 1. είς τινα.: lida ο.,
ά-δικείσθαι. κακώς πάσχειν. ύβρίζεσθαι. de gröfsta
oförrätter, δεινότατα πάσχειν.: ha lidna ο. i
minnet, μνησικακείν. Jfr Förorätta.

Oförrätta, se Förorätta.

Oförrättad, άπρακτος, 2. άποίητος, ατελής,
2.: bortkicka ngn m. o. ärende, ατελή
άποπέμ-πειν τινά.: bortgå m. o. ärende, άπρακτον
άπιέ-ναι, άποχωρείν. άπράκτως άπελθείν.

Oförsagd, se Oförskräckt.

Oförsedd, se Oförmodad.

Oförseglad, άσφράγιστος, 2. ασήμαντος, 2.

Oförsigtig, απερίσκεπτος, 2. αφύλακτος, 2.
άπρονόητος, 2. προπετής, 2.

Oförsigtighet, a) ss. egenskap,
απερισκεψία, ή. άφυλαξία, η’, άπρομήθεια, ή. προπέτεια,
ή. b) ss. sak, gm adj.

Oförskräckt, άνέκπληκτος, άκατάπληκτος, 2.
άτρεμής, 2. άτρεστος, 2. άτάρακτος, 2. άφοβος, 2.
άδεής, 2. εύθαρσής, 2.: vara ο., θαρρείν. ενθαρσεϊν.

Oförskräckthet, άνεκπληξία, ή. αταραξία,
ή. αφοβία, ή. θάρρος, τό.

Oförskylld, se Oförtjent.

Oförskämd, se Oblyg.

Oförsonlig, αδιάλλακτος, άκατάλλακτος, 2,
απαραίτητος, 2, άσπονδος, άσπειστος, 2 (om pers.
ο. tillstånd), άσυγγνώμων, 2, άν(εξ)ίλαστος, 2
(om pers.), άδιάλυτος, 2 (om tillstånd).: hysa ο.
hat mot ngn, άδιαλλάκτως έχειν πρός τινα.: föra
ett ο. krig mot ngn, άκαταλλάκτως 1. άδιαλντως
π ολεμείν τινι.

Oförsonlighet, gm adj.

Oförstånd, άγνωμοσύνη, ή. άσυνεσία, ή.
ά-λογιστία, ή. άνοια, ή.: det är ett stort o.,
πολλή άνοια.: m. o., άλογίστως.

Oförståndig, άγνώμων, 2. άσύνετος, 2.
αλόγιστος, 2. άνους, 2.

Oförställd, άνυπόκριτος, 2. άπλαστος, 2.
α-τεχνος, 2. απλούς, 3. αύθέκαστος, 2.

Oförstörbar, άκαθαίρετος, 2. άδιάλυτος,
ακατάλυτος, άλυτος, 2. Jfr Oförgänglig.

Ο försvagad, άκήρατος, 2. άκέραιος, 2.
ακραιφνής, 2.

Ο försvarad, άναπολόγητος, 2 (m. ord),
φρουρών 1. φυλάκων έρημος, 2. άφρούρητος, 2.
άφύ-Κακτος, 2.

Oförsvarlig, άναπολόγητος, 2. απαραίτητος,
2. ουκ έχων (ονϋα, ον) άπολογίαν. δεινός, 3.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0313.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free