- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
310

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - O - Oförsynt ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

310 Oförsynt

Oförsynt, αναιδής, 2. αναίσχυντος, 2.
Ιταμός, 3. προπετής, 2.

Oförsynthet, αναίδεια, ή. άναισχυντία, ή.
Ιταμό της, ή. προπέτεια, 3?.

Oförsökt, άπείρατος, 2. άγευστος, 2 (ej
smakad). : icke lemna ngt o., παν έλθειν 1.
α-φικνεϊσθαι. πάσας μηχανάς μηχανάσθαι.

Oförsörjd, άκληρος, 2. άπορος 1. ένδεής τών
πρός τόν βίον.: om döttrar, άνέκδοτος, 2.

Oförtalt, αδιάβλητος, 2. άμεμπτος, 2. ο. gm
omskr. t. ex. hr och en o., ούδένα διαβάλλων 1.
μεμφόμ ενος.

Oförtjent, ανάξιος, 2. — Adv., άναξίως. παρ*
άξίαν 1. παρά τήν άξίαν. προσηκόντως.: lida ο.,
άναξιοπαθεϊν. άνάξια πάσχειν.

Oförtruten, άοκνος, 2. άπροφάσιστος, 2.
πρόθυμος, 2. έθελουργός, 2. σπουδαίος, 3.:
arbeta o:t, έθελουργεϊν.

Oförtrutenhet, προθυμία, ή. έθελουργία, ή.

Oförtullad, άναπόγραψος, 2. άδεκάτευτος, 2.

Oförtäckt, απροκάλυπτος, άπαρακάλυπτος, 2.
άνυπόστολος, 2. φανερός, 3.: tala ο., μηδέν
ύ-ποστειλάμενον λέγειν.

Oförtänkt, se Oförmodad.

Oförtärd, άβρωτος, 2.

Oförtöfvad, αμέλλητος, 2. άοκνος, 2.
άπρο-φάσιστος, 2. πρόθυμος, 2. — Adv., se
Ofördröj-ligen.

Oförutsedd, άπροόρατος, άπρόσκεπτος, 2.
άπρονόητος, 2. άπροσδόκητος, 2. αιφνίδιος, 3.
Jfr Oförmodad.

Oförvansklig, se Oförgänglig.

Oförvarad, αφύλακτος, 2. άφρακτος, 2.

Oförvarandes, se Oförmodadt. Ofta gm
omskr. m. λανθάνειν o. part.

Oförvillad, άναμάρτητος, 2. άτάρακτος, 2.
άνε ξ απάτητος, άφευδής, 2. υγιής, 2.

Oförvissnelig, άμάραντος, 2. άγήρως, ων.
αθάνατος, 2.

Oförvitlig, άμεμπτος, 2. άνεπίληπτος, 2.
άνεπιτίμητος, 2. άνέγκλητος, 2. άμωμος,
άμώ-μητος, 2. χρηστός, 3.^

Oförvitlighet, άμεμφία, ή. χρηστότης, η.
ο. gm adj.

Oförvunnen, ανεξέλεγκτος, ανέλεγκτος, 2.

Oförvållad, se Oförtjent.

Oförvägen, τολμηρός, 3. ιταμός, 3. ιτης,
ου, δ. φιλοκίνδυνος, 2. ριψοκίνδυνος, 2.
παράβολος, 2. παράτολμος, 2 (öfverdådig), προπετής,
2. θρασύς, εϊα, ύ.

Oförvägenhet, τόλμα ο. τόλμη, ή.
Ιταμό-της, ή. θράσος, τό. θρασύτης, ή. τό τολμηρόν,
φιλοκίνδυνον.: ha d. ο., τολμάν.

Oförväntad, se Oväntad, Oförmodad.

Oförytterlig, ούχ οίος άποδόσθαι.

Oförädlad, άγριος, 3. ανήμερος, 2.
απαίδευτος, 2.

Oföränderlig, άτρεπτος, άδιάτρεπτος,
άμε-τάτρεπτος, 2. αμετάλλακτος, άπαράλλακτος, 2.
άμετάβολος, αμετάβλητος, 2. άναλλοίωτος, 2.
ά-μετάστατος, 2. άμετάπτωτος, 2. άμετάστροφος,
2. άκίνητος, 2. άμετακίνητος, 2. άμετάθετος, 2.
αεί ό αυτός, ή αύτή, τό αυτό. άεί ομοιος, 3.:
till sinnes, άμετάγνωστος, 2. άμετάπειστος, 2.:
vara ο., άκινήτως εχειν.

Oföränderlighet, άμεταβλησία, ή.
άμετα-πτωσία, ή. ο. gm adj.

-Ogödd.

Ogagn, -elig, se Onytta, -tig.

O gar f v ad, άδέψητος, 2.: af o:dt oxläder,
ώ-μοβόϊνος, 3.

Ogemen, se Ovanlig.

O gen, a) om pers., άχάριστος, 2. απρόθυμος, 2.
ου θεραπευτικός, 3. ούχ υπηρετικός, 3.: vara ο.
mot ngn, άχαριστειν πρός τινα. b) om saker, ovig,
χαλεπός, 3. έπίπονος, 2. πολλήν εχων διατριβήν.

Ο genhet, αχαριστία, ή. δυσκολία, ή ο. adjj.

Ogenomskinlig, ου διαφανής, 2.

Ogenomtränglig, απέραστος, 2. αδιάβατος,
2. αμήχανος, 2.: ο. mörker, πολύ 1. άμήχανον
σκότος. Jfr Outgrundlig.

Ogerna, άκοντί. ακουσίως, άηδώς. μόγις. gm
adjj., άκων, ουσα, ον. ακούσιος, 2. αηδής, 2. ο.
gm omskr. m. άχθεσθαι, άνιάσθαι, άγανακτείν,
ούκ έθέλειν ο. d., t. ex. ο. göra ngt, άχθεσθαι,
άνιάσθαι, άγανακτείν ποιούντά τι 1. άχθόμενον
etc. ποιείν. ούκ έθέλοντα 1. μή έθέλειν ποιεϊν τι.:
ο. höra ngt, άχθεσθαι άκούοντα. δυσχερώς
άκού-ειν.: ο. se, άηδώς θεάσθαι. oeg., μισεϊν τι.
βαρέως 1. χαλεπώς φέρειν τι. άχθεσθαι, άνιάσθαι
τινι. ούχ ήδομένω μοί έστί τι.

Ogerning, se Missgerning, Illbragd.

Ogerningsman. se Missgerningsman.

Ogift, άγαμος, 2 (om man), άνέκδοτος,
άνανδρος, 2 (om qvinna).: o. stånd, άγαμία, ή.
μοναυλία, ή.

Ogild, Ogiltig, άκυρος, 2. άδόκιμ,ος, 2.:
göra, förklara o., άκυρον ποιεϊν. άκυρούν.
αθετεί ν. καταλύειν. καθαιρεϊν.: ligga ο., άτιμώρητον
είναι 1. έάσθαι.

Ogilla, αποδοκίμαζειν. άπογνγνώσκειν.
μέμ-φεσθαί τι 1. τινί. ουκ έπαινειν. b) förklara
ogiltig, se Föreg.

Ogillande, αποδοκιμασία, ή. μέμψιϊ, ή. —
άκύρωσις, ή.

Ogiltig, se Ogild.

Ogiltighet, άκυρία, ή. τό άκυρον.

Ogjord, άπρακτος, 2. άποίητος,2. άγένητος,Ζ.

Ogrannlaga, ανεπιεικής, 2. άγνώμων, 2.
αναιδής, 2. σκληρός, 3. άγροικότερος, 3.

Ogrannlagenhet, άνεπιείκεια, ή.
άγνωμο-σύνη, ή. αναίδεια, ή. σκληρότης, ή.

Ogranskad, ανεξέταστος, 2. άνεπίσκεπ τος, 2.

Ograverad, άστικτος, 2. άνεπιδάνειστος, 2.
ούκ άπότιμος, 2 1. υποκείμενος, 3.

Ogrundad, se Grundlös,

Ogräddad, se O b ak ad.

Ogräs, άγριον φυτόν 1. σπέρμα, τό.: i säd,
αιρα, ή. ζιζάνιον, τό.

Ogudaktig, ασεβής, 2. άθεος, 2. ανόσιος,
2. άθέμιστος, 2. πονηρός, 3.

Ogudaktighet, άσέβεια, ή. άνόσιον, τό.
ά-θεμιστία, ή. πυνηρία, ή.

Ogunst, se Onåd, Obenägenhet.

Ogunstig, 1) se Onådig. 2) se Följ.

Ogynnsam, άκαιρος, 2. άν επιτήδειος, 2.
κακός, 3. ου καλός, 3. απαίσιος, 2, αριστερός, 3
(om förebud).: ο. tid, άκαιρία, ή. f- skeppsfart,
άπλοια, ή.

Ogynnsamhet, gm adj.: tidens, fhdnas,
άκαιρία, ή.

Ogångbar, om mynt, αδόκιμος, 2.

Ogästvänlig, άξενος, 2.

O g ö d d, άχόπριστος, ακοπρος, 2 (om jorden).
άσίτεντος, 2 (om djur).

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0314.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free