- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
311

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - O - Ogörlig ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Ogörlig-

0 gör lig, αδύνατος, 2. αμήχανος, 2. άπορος, 2.

Ogörlighet, αμηχανία, ή. ο. αφ)’.

Ohandterlig, αμεταχείριστος,
δυσμεταχείρι-στος, 2. — άκόλαστος, 2. άγριος, 3.

Oharmonisk, άσύμφωνος, ανάρμοστος, 2.

Ohejdad, -lig, άχατάσχετος, άκάθεκτος,
ά-νεπίσχετ ος, 2. ακώλυτος, 2. άχόλαστος, 2.^

Ο helga, μιαίνειν, καταμιαίνειν. άσεβεϊν περί
τι. αίσχύνειν. βεβηλούν (Sedn.).

Ohelgande, μίανσις, ή. βεβήλωσις, ή. bättre
gm vv.

Ohelig, om pers., άι’όσιος, 2. άσεβής, 2.: om
saker, ανίερος, 2. άνόσιος, 2.

O helighet, άνοσιό της, ή. άσέβεια, ή.

Ohelsa, se Sjukdom, Sjuklighet.

O helsosam, νοσηρός, 3. νοσώδης, 2.: om
trakter, äfv. βαρύς, εϊα, v.

Ohemul, se Orättmätig.

Ohistorisk, se Fabelaktig, Osann.

O hj e 1 ρ 1 i g, άβόητος, αβοήθητος, 2. άνήχεστ ος

2. άνεπανόρθωτος, 2. άμήχανος, 2. άπορος, 2.

Ohjelplighet, αμηχανία, ή. ο. adjj.

Ohjelpsam, se Ogen.

O hu g g en, άπελέχητος, 2. άσκέπαρνος, 2 (poet.)
άνεξέργαστος, 2, αυτοφυής, 2 (ej bearbetad).

Ohycklad, se Oförställd.

O hy fi ad, a) eg., ου ρυκανητός, 3. άξεστος, 2.
b) se Följ. b).

O hyfs ad, a) eg., ού κεκαθαρ μένος, 3. ού
καθαρός, 3. άκοσμος, 2. b) fig., άνάστειος,
άκομψος, 2. ανάγωγος, 2. άπαίδευτος, 2.
άπειρόκαλος, 2. άγροικος, 2. φορτικός, 3. σόλοικος, 2.

Ohygglig, μυσαρός, 3. βδελυρός, 3. μιαρός,

3. αισχρός, 3. δεινός, 3.

Ohygglighet, a) ss. egenskap, βδελυρία, ή.
αίσχος, τό. δεινότης, η. b) ss. sak, μύσος, τό.
βδέλυγμα, τό. μίασμα, τό.

Ohyra, ζωάρια τά λυμαινόμενα.

Ohåg, -gad, se Obenägenhet, -gen.

Ohäcklad, άλοπος, 2.: fig., se Otadlad.

Ohägn, τό άφρακτον. — βλάβη, ή.: göra ο.,
βλάπτειν. λυμαίνεσθαι.

Ο häftad, άσύρραπτος, 2. άκόλλητ ος, 2.

Ο hägn ad, άφρακτος, 2.

Ohämmad, se Ohejdad.

Ohämnad, άτιμώρητος, 2. Jfr O straffad.

O höflig, άπαίδευτος. 2. άπειρόκαλος, 2.
ά-γροικος, 2. άκοσμος, 2.

Ο höflighet, a) ss. egenskap, άπαιδευσία, ή.
άπειροκαλία, ή. αγροικία, ή. άκοαμία, ή. b) ss.
sak, gm adj.

Ohöfvisk, απρεπής, 2. άσχήμων, 2.
αχάριστος, 2. άκοσμος, 2.

Ohöfvi|skhet, άπρέπεια, ή. άσχημοσύνη, ή.
αχαριστία, ή. άκοσμία, ή.

Ohöljd, άκάλυπτος, άπαρακάλυπτος,
άκατα-κάλυπτος, άνεπικάλυπτος, 2. γυμνός, 3. ψιλός, 3.
φανερός, 3.

Ohörbar, άνήκουστος, 2.

Ohörd, άνήκοος, άνήκουστος, 2.: ss. jurid. t.
t., άκριτος, 2. Adv., άκρίτως.

Ohörsam, -het, se Olydig, Olydnad.

Oigenkännelig, άδιάγνωστος, 2.
δυσγνώ-ριστος, 2. άφανής, 2. ο. gm omskr., se
Igenkänna

Oinkörd, Oinriden, se Otämjd.

Oinskränkt, απερίγραπτος, απεριόριστος, 2.

•Oktober. 311

άπειρος, 2. άμετρος, 2. αυτεξούσιος, 2.
άνυπεύ-θυνος, 2 (om pers).: ο. herrskare, αυτοκράτωρ,
ορος, oc. όεσπότης, ου, ό.: ο. makt, αυτοκρατορία,
ή. δεσποτεία, ή.: herrska ο., αύτοκρατορεύειν.
δεσπόζειν.

Ointaglig, άνάλωτος, 2. άμαχος, 2.
άλη-πτοζ, 2.

Oinvigd, αμύητος, 2, άτέλεστος, 2 (bl. om
pers.), βέβηλος, 2 ανίερος, 2. κοινός, 3.

Ojemn, 1) ej slät, plan, άνώμαλος, 2.
τραχύς, 3. 2) olika (sig 1. annat), άνώμαλος, 2.
άνισος, 2. ανόμοιος, 2. άσύμμετρος, 2. άμετρος,
2. άρρυθμος, 2 (utan jemnmått). ού συνεχής, 2
(m. afbrott), άκατάστατος, εύμετάβολος, 2
(ostadig). Jfr Olika. 3) om tal, άνάρτιος, 2.
περιττός, 3. γόνιμος, 3 ο. 2 (om ετος, μήν, ημέρα).

Ojemn förlig, δυσπαράβλητ ος, ασύγκριτος, 2.
— Εξαίρετος, 2. ανυπέρβλητος, 2. πάντων
διαφέρων, ουσα, ον. — Adv., ύπερβαλλόντως. Jfr
Υ ida.

Ojemnhet, άνωμαλία, ή. τραχύτης, ή
(markens). άνισότης, ή. άνομοιότης, ή. f. öfr. gm
adj., se Ojemn.

Ojäfaktig, Ojäfvig, άμεμπτος,2. δόκιμος,
2. άνέλεγκτος, άνεξέλεγκτος, 2.

Ojäst, άζυμος, 2.: ο. vin, τρύξ, γός, ή.

Ok, 1) eg. ζυγόν, τό.: spänna under o:t,
ύπά-γειν εϊς το ζυγόν. (ζυγφ) ζευγνύναι.
ύποζευγνύ-ναι.: lägga ο. på ngn, Επιτιθέναι τινί ζυγόν.:
skickas under o:t (hos Rom.), τό ζυγόν
ύπο-στήναι. b) fig., ζυγόν, τό.: träldomens ο.,
δού-λειον I. δουλείας ζυγόν.: bringa, lägga under o:t,
δουλούν, καταδουλούν, -σθαι. χαταστρέφεσθαι.
χείρον οθ αι.

Oka, se Föreg.: ο. tillsammans , συζευγνύναι.

Ο kallad, άκλητος, αυτόκλητος, 2. — Αάυ.,
άκλητί.

Ο kammad, άκτένιστος, 2.

Oklanderlig, se Oförvitlig, Otadlig.

Oklandrad, se Otadlad.

Oklar, se Dunkel.

Oklippt, άκαρτος, 2.

Oklok, ασύνετος, 2. αλόγιστος, 2. ηλίθιος, 3.
μώρος, 3. άαοφος, 2 (Sedn.).

Oklokhet, άλογία, ή. άνοια, ή. ήλιθιότης,η.
μωρία, ή. αβουλία, ή.

Ο klufven, άσχιστος, 2. άσχιδής, 2.

Oklädd, άναμφίεστος, 2. γυμνός, 3.

Ο k okt, άνέψητος, 2. άνεφθος, 2. άπυρος, 2.
ωμός, 3.

Okonstlad, άτεχνίτευτος, 2. ανεπιτήδευτος,
2. άκατάσκευος, 2. απέριττος, 2. άπερίεργος, 2.
άπλαστος, 2. άφελής, 2. απλούς, 3.: om stil,
äfv. άποίητος, 2.: det okonstlade, άπεριεργία, ή.
τό άπέριττον. αφέλεια, ή.

Okostig, Εμβριθής, 2. βαρύς, 3. βραδύς, 3.

Okostighet, βαρύ της, ή. βραδυτής, ή.

Ο kraf d, ουκ απατημένος, 3. άκέλευστος, 2.

Okristlig, ασεβής, 2. άνόσιος, 2.

Okroppslig, άσώματος, 2. άναφής, 2.

Okryddad, άνάρτυτος, 2. άνήδυντος, 2.

Ο kränk t, άκάκωτος, 2. άνύβψστος, 2.
αβλαβής, 2. άπαθής, 2. άδηκτος, 2. ανεπηρέαστος, 2.
Jfr Oskadd.

Oktav (i musik), η διά πασών (χορδών
συμφωνία).

Oktober, se Månad.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0315.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free