- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
319

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - O - Onådig ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Onådig — Ord.

Γης χάριτος τίνος, άποβάλλειν τήν χάριν τίνος,
άποστερεϊσθαι τής εννοίας τινός.: gifva sig på
nåd och o., se Nåd.

Onådig, άπηνής, 2. δυσμενής, δύσνους, 2.
χαλεπός, 3. αυστηρός, 3. τραχύς, εϊα, ύ.: visa
sig ο. mot ngn , χαλεπώς προσφ έρεσθαί τινι.

Onämnd, άνώνυμος, 2.: lemna ngn ο., ούκ
ονομάζειν τινά. ού λέγειν τό όνομά τίνος.

Onämnbar, άνωνόμαστος, 2, άκατονό μαστός,
2. ανέκφραστος, 2.: = obeskriflig, se d.

Onäpst, se Ostraffad.

Onödd, se Otvungen.

Onödig, ούκ άναγχαϊος, 3. περιττός, 3,
περίεργος\ 2 (öfverflödig), μάταιος, 3, εϊκαϊος, 3
(ändamålslös, fruktlös).: hysa en o. fruktan,
μάτην φοβεϊσθαι.: ngt är o:t, ού δει τίνος.

Onödigtvis, ούδεν δέον (acc. absol). μάτην.
•frjj-

O odlad, αργός, 3. άργών, ούσα, οίΐΛ έρημος, 2.

Oombedd, μηδενός δεηθέντος, αιτούντος,
χί-Aéi»ff«i/TO?. àxfÅévøro?, 2 «κλίτος, 2.
αυτεπάγγελτος, 2.: ο. göra ngt, έκόντα 1. άφ>* εαυτού
ποιεϊν τι.

Oomkullstötlig, βεβαιότατος, 3.
«μ*τ«7ΐτω-το?, 2. «^ί’λί/κτΌ?, àri|fAéyxroi’, 2.

Oordentlig, 1) se Oordnad, 2) om pers.
o. lefnadssätt, άνειμένος, 3 άνετος, 2. ράθυμος,
2. «fféAyj}*· 2, «σωτοί, 2 (liderlig) : föra ett o.
lefnadssätt, άνειμένρ τϊ} διαίτ*) χρήσθαί.
άνειμέ-νως 1. ραθύμως ζήν 1. διαιτάσθαι.

Oordentlighet, 1) se Oordning, 2)
άνε-σις, ή ραθυμία, ή. άσέλγεια, ασωτία, ή.

Oordnad, άτακτος, άδιάτακτος, άσύντακτος,
2. άκοσμος, 2. άκόσμητος, 2. άδιόρθωτος, 2.
ά-κατάστατος, 2 ο. άνομοθέτητος, 2 (οιη
samhällstillstånd).: ο. tillstånd, ακαταστασία, ή. άκοσμία,
ή. Jfr Följ.

Oordning, αταξία, ή. άκοσμία, ή. ακρισία,
ή. τύρβη, ταραχή, ή ο. θύρυβος, ό (förvirring).:
förorsaka, bringa i o., [δια,ταράττειν, θορνβεϊν
(pass., komma i o.).: i full o., σύν ονδενί κόσμω.

Oorganisk, ονκ εχων όργανα.

Opal, όπάλλιος, ό.

Opartisk, a) tillhörande intetdera partiet,
μέσος, 3. μετ* ούδετέρου ών, ούσα, όν 1. εστώς,
ώσα, ώς.: vara ο., διά μέσον εϊναι. μετ*
ούδετέρου έστάναι. μέσον εαυτόν φ αλά ττειν. b)
ο-väldig, ϊσος, 3. κοινός, 3. δίκαιος, 3. ορθός, 3.
Επιεικής, 2.: döma opartiskt, ορθώς κρίνειν,
δικάζειν (om domare), ορθώς καί δικαίως
ποιεϊσθαι τήν κρίσιν,

Opartiskhet, δικαιοσύνη, ή. όρθότης, η. ο.
gm adj.

Opassande, απρεπής, 2. ου πρέπων, ουσα,
ον. άκαιρος, 2. άτοπος, 2.

Opasslig, vara ο., άσθενεϊν. άρρωστεϊν.
ά-ηδώς εχειν.

Opasslighet, ασθένεια, ή. αρρώστια, ή.
άρ-ρώστημα, τό.

Operation, se Företag.: chirurgisk o.,
χειρισμός, δ. χείριξις, ή.

Operationsbas, όρμητήριον, τό.

Operera (chirurg.), χειρίζειν. χειρουργεϊν.:
opererad del, χείρισμα, τό.

Ο ρ er men t, άρσενικόν, τό.: rödt ο.,
σανδα-ράκη {-χη), ή.: ställe der sdnt hämtas, σανδα
ρακουργεϊον, τό.

Opersonlig, άπροσωπος, 2 (Gram.).

Ο ρ hit, όφίτης (λίθος), ό.

Opinion, se Mening.

Opium, μηκώνιον, τό. όπιον, τό.

Ο plöjd, άνήροτος, 2. άργός, 2.

Opolitisk, ού πολιτικός, 3. Se f. öfr. Ο kl ο k.

^ Opponera sig, Εναντιονσθαι. άνταγωνίζεσθαι,
άντιλέγειν. άντιτείνειν. Jfr Motsätta sig.

Opposition, 1) ss. handling, έναντίωσις, ή.
2) se Motparti.

O pris, det är ej o. på ngt, τής αξίας
πιπρά-σκεταί τι. ενωνον, ευτελές Εστί τι.

Oproportionerud, ασύμμετροι, 2,

Ο prydd, άκόσμητος, άκοσμος, 2.
άκαλλώπι-στος, 2.

Opröfvad, άπείρατος, 2. άδοκίμαστος,
άδό-κιμος, 2. άνεξέταστος, 2. αβασάνιστος, 2.

Optativus, εύκτική, ή.: i ο., ενκτικώς.

Optik, οπτική (τέχνη 1. θεωρία), ή.

Optisk, οπτικός, 3.

Ο ρ å k a 11 a d, άκέλενστος, 2. άκλητος, 2.
ού-δενός κελεύσαντος. Jlr Onödig.

Opålitlig, άπιστος, 2. αβέβαιος, 2.
αστάθμητος, 2. σφαλερός, 3. Επισφαλής, 2. ούκ
ασφαλής, 2. Jfr Be dr ägl ig.

Opålitlighet, απιστία, ή. άβεβαιότης, ή. ο.
adjj.

Ο påmint, ούδενός ύπομνήσαντος 1.
παραινέ-σαντος. άκέλευστος, 2. Jfr Frivillig.

Ο påräknad, se Oväntad.

Opåtalt, se Otadlad, Ostraffad.

Oqvald, se Oantastad.

O qvinlig, ού κατά τάς γυναϊκας. παρά τήν
γυναικείαν φύσιν.

Ο q ν ä d a. κακολογεϊν. κακηγορεϊν. λοιδορεϊν,
όνειδίζειν τινί.

Oqvädinsord, κακολογία, κακηγορία, ή.
λοι-δυρημα, τό. όνείδισμα, τό. [άπόρρητα, τά, vissa
i Athen, lagen angifna).

Or (i mjöl), άκαρι, τό.

Orakad, ούκ Εξνρημένος, 3.

Orakel, 1) se Följ. 2) ss. ställe, μαντεϊον,
τό. χρηστήριον, τό.: fråga ο., μαντεύεσθαι.
Ερω-τάν, Επερωτάν (-ερέσθαι) τον θεόν. χρήσθαί τφ
θεώ περί τίνος, άνακοινούν τω θεώ περί τίνος,
χρηστηριάζεσθαι.: af ο. förkunnad, μαντευτός,
3.: ngn är ss. ett o. f. ngn, ώσπερ θεώ χρήταί
τις τινι.

Orakelsvar, χρησμός, ό. μάντευμα,
μαντεϊον, τό. μαντεία, ή. λόγιον, τό. θεοπρόπιον,
τό.: gifva ο., μαντεύεσθαι. χρησμοδοτεϊν.
χρη-σμωδεϊν. χρήν. χρήζειν. αναιρεί ν (ish. om
Delphi-ska oraklet).: jag får ett o., χρησμός γίγνεταί
μοι. λαμβάνω χρησμόν. ό θεός άναφαίνει 1.
αναιρεί μοι.: förkunna ngt ss. ett o., ώσπερ Ex
τρίποδος λέγειν τι.: s. förkunnar o., μάντις, εως,
ό. προφήτης, ου, ό. πρόμαντις, εως, ή.
προφή-τις, ιδος, ή.

Orange, se Pomerans. -färgad,
μήλινο-ειδής, 2.

Orator, se Talare, -isk, ρητορικός, 3.

Orchester, l)ss. ställe, ύποακήνιον, τό.
ορχήστρα, ή. 2) de samspelande, ol συμφωνούντες.

Ord, 1) i grammat. bet., λί£»ς, *ω<. , ή. ρήμα,
τό. επος, τό. όνομα, τό. φωνή, ή (m. afs. på
ljudet).: o:t man, äfv. bl. τό άνήρ.: föråldradt o.,
γλώττα, : o. f. o., επος πρός επος (o. satt mot

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0323.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free