- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
320

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - O - Orda ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

320

Orda — Ordning.

o.), καθ’ έκαστα. κατά λέξιν (ordagrannt).^ 2) sjs.
uttryck f. tanke, tal, λόγος, ό. ρήσις, ή. μύθος, ό.:
m. dsa o., ταύτ* εϊπών 1. λε|α?.; m., i följande o.,
ώδε. τάδε. ungef. följande o., τοιάδε. τοιαύτα, ώδέ
πως. : m. ett o., ενί λόγω. ώ? iv βραχυτάτω
δη-λώσαι. jfr Korteligen.: dta var hs egna o.,
ούτως είπε τω ρήματι.: utsäga i o., λόγω
φρά-ζειν 1. ειπείν.: lian säger icke ett sannt, sundt

0., αληθές γε, υγιές ούδέν λέγει.: ställa sina ο.
till ngn, λέγειν πρός τινα.: dina ο. röra mig,
ωχτειρα άκουσας σου. : I förstån icke mina ο.,
άγνοεϊτε ό τι λέγω.: tomma ο., κενοί λόγοι, οϊ.:
tala sdne, χενολογεϊν.: m. tydliga, klara ο. säga,
διαρρήδην 1. σαφώς είπεϊν.: föra ordet, λέγειν, i.
ngn, υπέρ τίνος, προηγορεϊν (ύπέρ) τίνος.: taga
ordet, till orda, άρχεσθαι λέγειν, άπτεσθαι τον
λόγου 1. τών λίγων, ύπολαμβάνειν. ρήτραν λαβείν.:
få ordet, λόγου τυγχάνειν.: anhålla om (att få)
ordet, αϊτεϊσθαι λόγον. δεϊσθαι λόγου τυχχάνειν.:
icke låta ngn få ordet, ούχ iàv τινα λέγειν.:
lemna ngn ordet, λόγον διόόναι τινί. λόγων
ν-πείχειν τινί.: lemna ordet fritt, Εξουσίαν διδόναι
λέγειν ό τι τις βούλεται. προτιθέναι λόγον (i
folkförsamlingen) : jag har ett o. att tala m. dig,
λόγος Εστί μοι πρός σέ.: hm tillhör första ordet,
εικός αυτόν άρχειν λόγου.: inlägga ett godt ο. f.
ngn, ϊχετεύειν υπέρ τίνος, Εξαιτεϊσθαί τινα.: f.
stor, mycken att kunna m. o. uttryckas, λόγου
μείζων, π λείων.: ha högsta ordet, πλείστον ϊσχύειν

1. δύνασθαι. άρχειν. : i ο. och handling, έργω xai
λόγω. έργω τε χαί έπει. 3) löfte, πίστις, ή.
ύπό-σχεσις, η.: gifva ngn sitt ο., πίστιι’διδόναι τινί.:
gifva hrandra sitt ο., πίστιν δούναι χαί λαβείν.:
hålla sitt ο., Εμμένειν οϊς 1. Επιτελεϊν ά ύπέσχετό
τις. φ υλάττειν πίστιν. βεβαιούν τήν πράξιν.:
återtaga sitt ο., άνατίθεσθαι ά ύπέσχετό τις 1. τά
ει-ρημένα.: fordra att ngn står vid sitt o-, άξιούν
τινα έργω Επιτελεϊν ά ύπέσχετό. άναπράττειν τήν
νπόσχεσιν.: icke hålla ο., όμολογήσαντα
Εξαπα-τάν. m. ngt, ψεύδεσθαι περί τίνος.: mans ο.
mans ära, άνήρ άγαθός ούχ άν ψεύδοιτο.

Orda, λόγους ποιεϊσθαι. λέγειν, διαλέγεσθαι.
Se Tala.

Ordabetydelsen, -förstånd, ή τών
ονομάτων 1. αυτών τών γεγραμμένων διάνοια.

Ordagrann, ό, η, τό χατά λέξιν. αύταϊς
λέ-ξεσιν.

Ordalag, se Ord, Uttryck.

Ordalydelse, τά χατά λέξιν. αυτά τά εϊρη
μένα 1. γεγραμμένα.

Ordasätt, λέξις, ή. φράσις, ή. ρήσις, ή

Ordbildning, ονοματοποιία, ή.: gm
härledning, παραγωγή, ή. gm smnsättning, σύνθεσις, ή.

Orden, 1) ss. förening af mskr, εταιρεία,
εταιρία, ή. τάγμα, τό (Nygr.). 2) tecknet,
πα-ράσημον, τό.

Ordentlig, a) ordentlig, ευ 1. χαλώς
τεταγμένος, 3. εύτακτος, 2. κόσμιος, 3. εύθετος, 2.
— Adv., εύτάκτως. κοσμίως. σύν κόσμω.
συν-τεταγμένως.: marschera o:t, iv τάξει 1.
εύτά-κτους πορεύεσθαι. b) s. älskar, iakttager
ordning, εύτακτος, 2. εύθήμων, 2. κόσμιος, 3.
σπουδαίος, 3. χρηστός, 3. μέτριος, 3.: lefva o:t,
εύ-τακτεϊν. μετρία τ/j όιαίτρ χρήσθαι.: o:t sköta sina
åligganden, σπουδαίως 1. ώσπερ δει πράττειν τά
προσήκοντα, c) dugtig, bra (om saker), ικανός,
3. Επιτήδειος, 3 ο. 2. δίκαιος, 3. d) verklig, äkta,

άληθής, 2. άληθινός, 3. γνήσιος, 3. — Adv.,
β-τεχνώς, άπλώς (rent af).

Ordentlighet, a) god ordning, εύταξία, ή.
εύθημοσύνη, ή. b) ss. egenskap hos en pers.,
ευταξία, ή. εύθημοσύνη, ή. σπουδαιότης, η.
μέτριο τ ης, ή.

Order, se Befallning.

Ordfattig, λόγων άπορος, 2.: om språk,
ένδεώς έχων λέξεων.

Ordfogning, σύνταξις, ή.

Ordföljd, ή τών λέξεων συνάφεια.

Ordförande, πρόεδρος, ό- έπιστάτης, ου, δ.

Ordförandeskap, προεδρία, ή. Επιστασία, ή.

Ordförråd, αϊ ύπάρχουσαι λέξεις.

Ordgräl, se Ordstrid.

Ordhittig, λόγων εύπορος, 2.

Ο r d h å 11 i g, πιστός, 3. τάς υποσχέσεις 1. «
ύπέσχετό έπιτελών, ούσα, ουν.

Ordhållighet, πιστότης, ή. βεβαιότης, ή.

Ordinarie, νόμιμος, 2. άληθινός, 3. äfv. gm
αυτός, 3.: ο. folksammankomst, ίκκλησία κυρία, ή.

Ordination, πρόσταγμα, τό (föreskrift),
τελετή, ή (invigning).

Ordinera, προστάττειν (föreskrifva). τελειν
(inviga).

Ordinär, se Vanlig, Medelmåttig.

Ord k arg, βραχυλόγος, ό.

Ordklyfveri, λεπ τολογία, ή.: s. drifver ο.,
λεπτολόγος, ό.: drifva ο., λεπτολογεϊν.

Ordkram, ονομάτων κόμπος, δ.

Ordkrämare, λογοπώλης, ου, ο.
κομψολό-γος, ό.

Ordkonstnär, λογο δαίδαλος, ό. λόγων
σοφιστής, ού, ό.

Ordledning, se Etymologi.

Ordlek, παρονομασία, ή.

Ordna, τάττειν, διατάττειν. κοσμειν. δια-,
χα-τακοσμεϊν. κόσμω τιθέναι. διατιθέναι. διοικεϊν.
καταρτύειν.: väl ο., (δι)ευθετειν. ρυθμίζειν. —
ordnad, utom partt., se Ordentlig 1).

Ordning, 1) ordnadt fhde, τάξις, ή.
σιν-τοξις, ή. κόσμος, ό.: god ο., εύταξία, ή.
ει’κοσμία, ή. εύθημοσύνη, ή.: god borgerlig ο.,
ευνομία, ή.: i god ο., εύτακτος, 2. εύτάκτως.: sätta,
ställa, bringa i o., se Ordna.: åter bringa i o.,
κατευ τρεπίζειν. καταρτίζειν.: hålla i o., κόσμιον

1. εύτακτον παρέχειν. εύθημονεϊσθαι.: hålla,
iakttaga o., έμμένειν Ty τάξει, φυλάττειν τήν τάξιν.
εύτακτεϊν.: icke iakttaga ο., άτακτειν: utan ο.,
άτακτος, 2. εικαίος, 3. άτάκτως. ούδενί κόσμω.
εικΐ}. b) beredskap.: i ο., έτοιμος, 2. εύτρεπής,

2. πρόχειρος, 2.: göra i ο., ετοιμάζειν,
εύτρεπί-ζειν, προχειρίζειν, παρασκευάζειν (i med., ϊ. sig).
2) öfverensstämmelse m. lagar ο. föreskrifter,
εν-κοσμία, ή. εύταξία, ή. μετριότης, ή. σωφροσύνη,
ή.: hålla ngn i ο., σώφρονα 1. κόσμιον ποιεϊν
τινα. σωφροσύνην έμποιεϊν τινι.: återföra ngn
till ο., σωφρονίζειν τινά. 3) regel, sed, νόμος,
ό. τά νομιζόμενα. εθος, τό.: vara i sin ο.,
ορθώς, καλώς, μετρίως εχειν. νόμιμον είναι.: icke
vara i sin o., παράνομον είναι.: det hör till o:n,
νομίζεται, καθέστηκεν. σύνηθές ίστιν. φιλούσι (πώς).
4) klass, τάξις, ή. τάγμα, τό.: den Doriska
(pe-lar)o:n, ό Αωρικός νόμος.: ett snille af första o:n,
άνήρ δεινότατος ών την ψυχήν iv τοϊς πρώτοις.:
en fältherre af första o:n, εϊς τών
στρατηγικωτά-των. af andra, tredje o:n στρατηγικός ών τών

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0324.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free