- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
321

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - O - Ordningskärlek ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Ordningskärlek —Orklös*

321

δευτέρων, των τρίτων. 5) tur, μέρος, τό.: hr i
sin ο., έκαστος έν τω μέρει.: när ο:η kommer
till mig, οταν εις i με καθήκρ 1. ηκρ τό μέρος.:
ο:η att tala är kommen till mig, εϊς έμε
καθή-κει ό λόγος. Ιμόν έστι τό μέρος του λέγειν.

Ordningskärlek, -sinne, ευθημοσύνη, ή.
ευταξία, ή.: s. har sdnt, ενθήμων, 2. εύτακτος, 2.

Ordningstal, τακτικός αριθμός, δ.

Ordprål, λόγων κόμπος, ό. άγλαϊσμος
βημάτων, ό. περιττολογία, ή.

Ordqvickhet, τό τών ονομάτων κομψόν.

Ordregister, ό τών λέξεων κατάλογος

Ordrik, πολυλόγος, 2. λάλος, 2.: alltför ο.,
περιττός έν τοΐς λόγοις.

Ordrikedom, λόγων 1. ονομάτων ενπορία, ή

1. πλήθος, τό. περιττολογία, ή.

Ordryttare, λεπτολόγος, δ. λογομάχος, ό.

Ordrytteri, λεπτολογία, ή. λογομαχία, ή.

Ordspråk, παροιμία, ή. τό λεγό μενον. ό πα-

ροιμιαζόμενος λόγος, τό παροιμιαζόμενον.: tala i
ο., använda ss. ο., παροιμιάζεσθαι.: hörande till
ο., ποροιμιώδης, 2. παροιμιακός, 3.: vara ett ο.,
παροιμιάζεσθαι·: blifva ett ο., παροιμιώδη
γίγνεσθαι.: följa ett gammalt ο., διασώζειν παλαιάν
παροιμίαν.: enl. o:t, ss. o:t säger, κατά τήν
πα-ροιμίαν. τό τής παροιμίας, ώς λέγομεν
παροι-μιαζόμενοι. τό έν παροιμία λεγόμενον. τό
λεγό-μενον. τό τού λόγου.: "måtta i allt" är ett godt
o., τό "μηδέν άγαν" καλώς λέγεται 1. εχει.:
ordspråket "sundare än Kroton", ή παροιμία
ύγιέ-σιερον Κρότωνος λέγουσα.

Ordstrid, λογομαχία, ή. ή περί λέξεως ϊρις.

Ordstäfve, το λεγόμενον. Jfr Ordspråk,

Ordställning, ή τών ρημάτων 1. ονομάτων
θέσις. σύνθεσις ονομάτων, ή.

Ordsvall, όχλος λόγων, δ. ονομάτων πλήθος,
rö. ρημάτων άπεραντολογία, ή.

Ordtvist, se Ordstrid.

Ord vexla, άμφισβητειν. άντιλέγειν.
διαμά-χεσθαι. έρίζειν.

Ordvexling, ή διά τών λόγων άμιλλα,
άμ-φισβήτησις, ή. άντιλογία, ή. ερις, ιδος, ή.

Ordvrängare, δ διαστρέφων τούς λόγους, δ
χακονργών τον λόγον.

Ordvrängning, διαστροφή τών λόγων, ή.
χακουργία ή περί τούς λόγους.

Ore ad, Όρειάς, άδος, ή. se Nymph.

Oreda, αταξία, ή. άχοσμία, ή. ταραχή, ή.
ά-χρισία, ή. σύγχυσις, ή. ασάφεια, ή.

Oredig, άτακτος, 2. άκοσμος, 2. ταραχώδης,

2. άκριτος, 2. άσαφής, 2.

Ο redlig, άπιστος, 2. κακός, 3. ού χρηστός,

3. κίβδηλος, 2. δολερός, απατηλός, 3. κλοπικός,
3 ο. κλέπτης, ου, ό (tjufaktig).

Oredlighet, άπιστία, δ. κακία, ή.

Oregelbunden, άκοσμος, 2. άταχτος, 2.
ανώμαλος, 2. ακατάστατος, 2.

Oregelbundenhet, αταξία, ή. άχοσμία, ή.
ανωμαλία, ή.

Oregerlig, ακράτητοςf 2. ακόλαστος, 2.
ασελγής, 2. δυσκάθεκτος, 2. υβριστικός, 3.
υβριστής, ού, δ. αυθάδης, 2.: vara ο.,
άχολασταί-νειν. άσελγαίνειν. νβρίζειν. αύθαδίζεσθαι. Jfr
Obändig.

Oregerlighet, ακολασία, ή. ασέλγεια, ή.
ύβρις, εως, ή. αύθάδεια, ή.

Oren, ρνπαρός, 3 (bl. physiskt, smutsig), α-

κάθαρτος, 2, ού χαθαρός, 3 (både phys. ο.
moral.). μιαρός, 3, άναγνος, ανόσιος, 2 (moral.).

Orena, [άνα] μολύνει ν. χαταμιαίνειν.
χαται-σχύνειν.

Orenhet, ρυπαρία, ή. ακαθαρσία, ή. μιαρία,
ή. μιαιφονία, ή (gm blodskuld), ο. gm adj.

Orenlig, άκάθαρτος, 2. ρυπαρός, 3.
άλου-τ ος, 2. αθεράπευτος, 2. βδελυρός, 3. άσνρής, 2.

Orenlighet, 1) abstr., άκαθαρσία, ή.
ρυπαρία, ή. άλουσία, ή. βδελυρία, ή. 2) concr.,
κάθαρμα, τό. λύμα, τό. se Smuts.

Or en sad, ov κεκαθαρμένος, 3. ούχ Ιξ^ρημέ*
νος, 3 (om fisk).

Organ, όργανον, τό.: = röst, φωνή, ή.
στόμα, τό.: vacker ο., ενστομία, εύφωνία, ή.: m.
vacker ο., εύστομος, εύφωνος, 2.

Organisation, κατασκευή, ή. διάθεσις, ή.
διοίκησις, ή. σύνταξις, ή.

Organisera, κατασκευάζειν. διατιθέναι.
δια-χοσμείν. διοικείν. (δι)οργανούν (Sedn.).

Organisk, όργανα εχων, 3. διηρθρωμένος, 3.

Organism, φύσις, ή. σώμα, τό. Jfr
Organisation.

Orgel, όργανον Iμ πνευστό ν, τό.

Oridderlig, se Oädel.

Orient, se österland.

Orientera sig, i ngt, ίμπειρίαν κτήσασ&αί
τίνος, διαγιγνώσκειν τι.

Original, 1) adj. (i smnsättning),
πρωτότυπος, 2. Jfr nedanf. 2) subst., άρχέτυπον,
πρω-τότύπον, τό (så väl af bild s. af skrift).: o. af
en handskrift, αυτόγραφον, τό.: = en egen mska,
ίδιος 1. άτοπος 1. αυτοφυής άνθρωπος, δ.

Originalbref, αυτόγραφοι ίπιστολαί, al.

Originaldokument, αυθεντικά γράμματα,
τά.

Originalhandskrift, ϊ δ ιό χείρον, τό.
αυτόγραφον, τό.

Originalitet, τό αυτοφυές.

Originell, αύτοφυής, 2. ίδιος, 3. οϊκεϊος, 3.
γνήσιος, 3. γόνιμος, 3 (om författare).

Oriktig, ούκ ορθός, 3. ψευδής, 2, ουκ
αληθής, 2 (falsk, osann), πλημμελής, 2 (felaktig).
ούκ ακριβής, 2 (inackurat). άδόκιμος, 2 (s. ej står
prof, ogiltig).: o. mått, mynt, άδόκιμον μέτρον,
νόμισμα, τό.: ο. föreställning, ψευδής δόξα, ή.
ψευδοδοξία, ή.: ο. omdöme, κρίσις γνώμη ούχ
δρθή, ούχ άχριβής, ον δικαία.: fälla ett ο.
omdöme, ούκ δρθώς, ού δικαίως κρίνειν,
γιγνώσκειν. παρακρίνειν. παραγιγνώσκειν.: ett ο.
uttryck, λέξις ούκ δρθή, κακή, πλημμελής, ή. Jfr
Orätt.

Oriktighet, 1) abstr., τό ψευδές,
πλημμέλεια, άμαρτία, ή (felaktighet) ο. adj. 2) concr.,
ψεύδος, τό. πλημμέλημα, τό. αμάρτημα τό.
σφάλμα, τό. πλάνημα, τό. — F. öfr. gm adj.

Orimlig, άτοπος, 2. άκαιρος, 2. αλλόκοτος,
2. άλογος, 2. άπεικώς, υϊα, ός.: det är o:t,
άπέ-οικεν. εοικεν άτόπω.: icke o:t, ούκ άπό τρόπου
1. καιρού.

Orimlighet, άτοπία, ή. άλογία, ή. ο. gm adj.

Ο rimmad, ούχ ό μοιοτέλεντος, 2.

Orka, se Förmå.

Orkan, Ικνεφίας [άνεμος), ον, ό. θύελλα, ή.
σχηπτός, δ.

Orklös, αδύνατος, 2. ασθενής, 2.: == lat., se
d. ο.

41

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0325.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free