- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
322

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - O - Orklöshet ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

322 Orklöshet -

Orklöshet, αδυναμία, ή. ασθένεια, ή.: =
lättja, se d. o.

Orlof, se Afsked.

Orm, δγις, εως, η. εχιδνα, ή. δράκων, οντος,
ο. ασπίς, kΐος, ή.: hörande till ο., οφιακός, 3.:
β. äter ο., όφιοβόρος, 2.

Orm a sig, se Slingra.

Ormbett, οφεως 1. ίχίδνης ΰηγ μα, τό.

Ormbiten, ογιόδηκτος, 2.

Ormbo, δφεων φωλεός, ο 1. χειά, ή.

Ormbunke, πτίρί?, ίδος, ή.

Ormetter, -gitt, ό τών οφεων ιός.

Ormhår, οφεώδης κόμη, ή.: m. ο.,
όφιοπλό-χαμός, 2.

Ormlik, οφεώδης (οφιώδης), 2. έ^π^τώ^?, 2.:
ormlika arm-, halsband, J^iWiovTfff, ο*.

Orm skinn, δφεως δέρμα , τό 1. λεβηρίς, ίδος,
η. σύφαρ, τό.

Ornament, {ίπήκόσμημα, τό. καλλώπισμα,
τό. ποίκιλμα, τό.

Ornat, κόσμος, ό. κατασκευή, ή.

Orne ra, {έπήχοσμειν. καλλωπίζει, ν.

Oro, ακαταστασία, jf (ostadighet), ταραχή, ι},
θόρυβος, ο4 (förvirring), ο/λος, ό (trångmål,
be-§vär). Ινόχλησις, ή (besvärande), φροντίς, «Joe, 17,
μέριμνα, η (bekymmer), πολυπραγμοσύνη, ^
(màngverksamhet). Jfr Orolighet.: förorsaka ο.,
göra sig o., se Följ.: råka i o., θορυβεΐσθαι.
τα-ράττίσ^α*.

Oroa, ταράιτ^ν, Λα-, Ιπι , αυνταράττειν.
α-wav. κνίζειν. άγχειν. ίνοχλεϊν ην*, δχλον
παρέχον, δι’ ojfAou ί/να* 1. γίγνεσθαι ηνι.: ο. sig,
λυπεισθαι. άνιάσθα*. φρόντιζαν, ίν φροντίδι
elva*. μεριμνάν.: == frukta, cJtdWva*. φοβεϊσθαι.

Orolig, αχ«τ«<ττατο£, 2. ταρα/ω^ί·, 2.
θορυβώδης, 2. 3.: ο. till sinnes, gm partt.,
τεταραγμένοςt τεθορνβημένος, Αρπού/κνο; etc.,
se Föreg. äfv. μίτί’ωροί, 2.: politiskt o.,
χώδης, 2. «rnmcMmæoi’, 3. στασιώδης, 2.
στάσεων, οικΓ«, όν.; ett ο. hufvud, ι>ίωτϊ(>ο77ο*0£,
ό. νεωτεριστής, ο£, ό..· vara ο., άκαταστατειν.
κινεισθαι. σφαδάζειν. θορυβεϊν. ταράττεσθαι. om
en stat, στασιάζειν. till sinnes, {νοχλεϊαθαι.
θο-ρυβεϊσθαι. ταράττεσθαι. αϊωρεϊσθαι τήν ψυχήν.
Jfr Föreg.

Orolighet, a) se Oro. b) i pl., borgerliga
oroligheter, ταραχαί, al. θόρυβοι, ol. στάόεις, ai.:
väcka, stifta o , ταράττειν, σταοιάζειν την πόλιν.
ίϊς στάσιν ίμ β άλλα, ν 1. κινεϊν τούς πολίτας.

Orostiftare, νεωτεροποιός, ό. νεωτεριστής,
ου, 6.

Orre, τέτραξ, γος 1. χος, ό ο. ή{?)

Orsak, αιτία, ή. αίτιον, τό. αρχή, ή.
πρόφασης, ή (s. uppgifves). Jfr Anledning,
Upphofsman.: medverkande o., συναίτιον, τό.: vara
ο. till ngt, αίτιον είναι τίνος, αιτίαν εχειν τινός,
iv αιτία είναι τίνος.: anföra ss. o., αιτιάσθαι.
προφασίζεσθαι. προφάσει χρηστά*.: af ngn ο., Λ*
αιτίαν τινά.: af dna ο., διά τούτο 1. ταύτα.: af
många o:r, πολλών ενεκα. διά πολλά.: af den ο.
att, διά τό m. inf.: icke af en 1. två o:r har
det kommit derhän, 01? παρ’ εν ούδε παρά δύο
ίις τούτο τό πράγμα άφϊκται : utan ο., ti κ [j.
μάτην. κενός, 3.: jag har (ingen) 0. a-tt, (01?*)
εχω m. inf. (ον) άίχαιός εϊμι m. inf.

Orsaka, se Förorsaka.

Ort, 1) se Ställe. 2) se Trakt. 3) bebodd

- Orättfången.

plats, πόλις, ή. χωμη, η.: befäst ο., τύχισμα,
τό. ίρυμα, τό. φρούριον, τό.

Ortbeskrifning, τοπογραφία, ή.: göra en
ο., τοπογραηίιν.

Orthodox, όρ&όάοξος, 2.: vara ο.,
όρ&οάο-ξίϊν. νομίζίΐν π*ρί τους &toύς απερ ή πόλις
νομίζω 1- οι πολλοί νομίζουσιν.

Orthodoxi, όρ&οάυξία, ή.

Orthoepi, όρ&οέπίΐα, ή.

Orthographi, ορ^ογρα^ία, ή.

Orubbad, ακίνητος, άμίταχίνητος, 2.
άτάρα-χτος, 2. άχίραιος, 2.

Orubblig, «σειστός, 2. ασάλευτος, 2.
αχίνη-Tof, 2.: fig., άτάραχτος, 2. άνέχπληχτος, 2.
α-μετάπειστος, 2. ατρεπτος, άάιάτρεπιος,
άμετά-τρεπτος, 2.

Orubblighet, ανεχπληξία, αταραξία, ή (fig·)·
f. öfr. gm adj.

Orygglig, se Orubblig.

Oråd, άυσβουλία, χαχοβονλία, ή. vanl. gm
χαχόβουλος, 2. χαχός, 3. βλαβερός, 3. 1. gm
ά-βούλως. άλογίστως. ώς ουχ εάει. ο. d.: märka ο.,
νπονοεϊν τό γιγνόμενον. ύποπτευσαι. εις νπαψίαν
χαταστηναι.

Ο rå dl ig, αχρήσιμος, 2. ασύμφορος, 2.
αλόγιστος, 2.

Orädd, άφοβος, 2. αΰεης, 2. φόβου κρείττων,
2. Se Djerf.

Oräddhet, αφοβία, ή. ο. gm adj.

Oräknad, αναρίθμητος, 2. Jfr Ο b e r ä k η a d.

Oräknelig, se Otalig.

O rät, se Kro kig.

Orätt, adj. 1) oriktig, falsk, ej den s.
vederbör, ουκ ορθός, 3. οΰχ αληθής, 2. ψευάής, 2.
πλημμελής, 2. άκαιρος, 2. άτοπος, 2. ούχ ο άεων,
προσήκων, πρέπων, 3. ον ου Λϊ, προσήκει, cΠχαιόν
ίση.: på ο. tid, ονχ Ιν χαιρφ. αχαίρως. ούχ εις
χαλόν. από χαιρου. παρά καιρόν.: på ο. sätt,
ούχ ον ίΓίϊ 1. προσήκει τρόπον.: höra ο.,
παρα-χούειν-: döma ο., παραγιγνώσχειν.: fatta ο.,
πα-ραισθάνεσθαι (m. sinnena), ον σαφώς μανθάνειν.
ού κατά τό ον άέχεσθαί τι.: ha ο„ ούχ ορθώς
λέγειν, ovdtv λέγειν, σφάλλεσθαι. ούχ ορθώς
νο-μίζειν.: göra ο. i ngt, χαχώς ποιειν m .part.
ά-μαρτάνειν, πλημμελειν m. part.: det är o. af
dig att, κακώς, άλογίστως ποιείς τα. part. 1. οτι.:
fa ο., άποάοχιμάζεσθαι. Ιλέγχεσθαι ον πείθεσθαι.
ητιω γίγνεσθαι, χαταψη^ίζεσ^αι.: komma till ο.
man, προσιέναι, συγγιγνεσθαι ούχ ω άεϊ 1.
βοΰ-λεταί τις (sinnträffa m ). παραάίάοσθαι ούχ ω dtt
(om bref ο. d.). 2) stridande mot det rätta 1.
sedliga, άδικος, 2. ού ΰίχαιος, 3. αθέμιστος, 2.
παράνομος, 2.: pä ο. sätt, αδίκως : göra, handla
ο. mot ngn, άδικεϊν τινα. παρανομεϊν εις τινα.
αδίκως χρήσθαί nvi 1. προσφέρ^σθαί τινι 1.
πρός τινα. absol., παρά τούς νόμους 1. τά
δί-χαια ποιειν.: det är ο af dig att göra dta,
αδικείς ποιών τούτο. Jfr Följ.

Orätt, subst., αδικία, ή ανομία, παρανομία,
ή. έργον άδικον, ίο. τό άδικον. αδίκημα,
άνό-μημα, παρανόμημα, τό (begången ο.).: begå,
för-öfva ο., se Föreg.: vedergälla o. m. o.,
ανία-διχεϊν.: med o., αδίκως, ού δικαίως, ούχ εϊκότως.
ούχ ορθώς.: ej m. ο., ούχ αδίκως, ούχ εΐκρ.: det
sker mig ο., αδικούμαι, ανάξια 1. ούχ άξίως πάσχω.

Orättfången, άδίχως κεκτημένος, 3 1.
χτη-θείς, εισα, έν. ανόσιος, 2.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0326.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free