- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
377

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Sanslös ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Sanslös — Se.

377

Sanslös, -het, se Medvetslös, -het.

Sansning, se Sans.

Saphir, σάηφειρος, ή.

Sarde 11, άφύη, ή. σαρδίνη, η. τριχίας, ον, ό,
τριχίς, ίδος, ή.

S årder, se Karneol.

S ar do ni sk, σαρδάνιος, 3.

Sardonyx, σαρδόννξ, υχος, o.

Sarga, (δια-, κατα^αράττί*»’. καταδρύητειν.
άμύ ττειν. Jfr äfv. Κ älta.

Sargande, σπαραγμός, oc. άμυξις, εως, ή.
κατάδρυμμα, το’ (poet.).

Sarkasm, σκώμμα, τό. σαρκασμός, ό (Sedn.).

Sarkastisk, σαρκαστικό*·, 3. σαρ^ά^οί, 3.

Sarkophag, σαρκοφάγος, jf (Sedn.). λίθινη
σορός, ή. äfv. i allmht σορός, ή. λάρνα£, ακο$, jJ.

Satan, Σατάν, άνος, ό. Σατανάς, α, ό.

Satir, σκωητικόν 1. χλευαστικόν ποίημα, τό.
σίλλος, ό (eg. parodisk), -iker, σιλλογράφος, ο1
(se Lex.). -isk, σκωητικός, 3. χλευαστικός, 3.:
s. mska, χλευαστής, ον, ό. -isera,
(ίπι)σκώ-πτειν τινά 1. τί. σιλλαίνειν. χλευάζειν. τωθάζειν.

Satrap, σατράττ^, ον, ό.: vara s. i ngn
provins, στραπεύειν χώρας τινός.: göra ngn till s.,
σατράπην καθιστάναι τινά. -pi, σατραπεία, ή.

Sats, 1) a) se Beståndsdel, b) bottensats,
ύπόστασις, ή. υποστάθμη, ή. ύπόστημα, τό. 2)
språng, hopp, πήδημα, τό. άλμα, τό. : göra s.,
(ιδια)πηδάν. αλλεσθαι. παραφέρεσθαι. 3)
påstående, λόγος, ό. γνώμη, ή. θέσις, ή. θέμα, τό
(sälls.).: mathematisk s., μαθηματική θέσις, ή.
4) mening, lära, δόγμα, τό. τό άρέσχον, οντος. τό
άρέσαν, αν τος.: allmänt giltig s., χύριον δόγμα,
τό. όμολογούμενον, τό. αξίωμα, τό. 5) i
grammatisk mening, χώλον, τό. χόμμα, τό (se Lex.).
6) i musik, ungef. τό εννομον.

Satt, undersätsig, α^ρό?, 3. παχύς, εϊα, ύ
(robust), ρωμαλέος, 3. χαρτερός, 3.

Satyr, Σάτυρος, ό. -artad, σατυρώδης, 2.
-spel, σάτυρος, ό (äfv. pl.), σατυρική, ή,
σα-τυρικόν δράμα, τό.: skådespelare i s:et,
σατυ-ριστής, ου, ό.

Sax, ψαλίς, ίδος, ή.

Scen, 1) den del af theatern på hvilken
skådespelarne uppträda då de agera, λογεϊον, τό.
προ-σκήνιον, τό. όκρίβας, αντος, ό. 2) skådeplats,
σκηνή, ή. θυμέλη, ή. θέατρον, τό.: bearbeta f.
s:en, εΙσάγειν εις τό θέατρον (charakter 1. pjes).
άναβιβάζειν ini τήν σκηνήν (en charakter),
διδά-σκειν (pjes). 3) i en theaterpjes, μέρος τό του
δράματος, πράξις, ή 1. d. 4) platsen f.
handlingen i ett skådespel, όπου (χώρα, iv y) τά του
δράματος γίγνεται. σκηνή (του δράματος), ή (Gram.).
6) oeg., uppträde, πράγμα, τό. συμβεβηκός, ότος,
τό. bet. inneslutes ofta i ett substantiveradt
epi-thet, t. ex. en löjlig s., γελοϊόν τι.: ställa till
s:er, θόρυβον ποιεϊν. θορυβοποιεϊν. Jfr
Skådeplats.

Scenförändring, υπάλλαξις 1. άμειψις της
χώρας, ή. 1. d.

Scenisk, σκηνικός, 3.

Scenographi, σκηνογραφία, ή.

Scepter, σκήπτρον, τό.

Scepticism, σκεπτική φιλοσοφία, ή. σχέψις,
ή. -ti k er, σκεπτικός, ο. έφεκτικός, ό. άπορη
τι-χός, ό. -tisk, σκεπτικός, ίφεχτιχός, άπορη
τι-χός, 3.

Schabrak, νπηρέσιον, τό.

Schack, ζατρίχιον, τό (Byz.).: spela s.,
ζα-τρικίζειν (Byz.).: hålla i s., έφορμεϊν τοις τινο9
χαιροϊς.

Sch ack a, πολιορκεί/.

Schackbräde, γραμμαί, αϊ. -pjes, πεσσός, ο.

Schackra, καπηλεύειν.

Schackrande, -ring, καπηλεία, ή.

Schackrare, κάπηλος, ό. ό χαπηλεύων, οντος.

S c ha k al, θώς, ός, ό, ή.

Schakt, σήραγξ, αγγος, ή. σύριγξ, ιγγος, ή.

Schal, ungef. άμπεχόνη, ή 1. άμπεχόνιον, τό.
(πέπλος, ό, ej brukl, i Att.).

Schasa, bort, άποπτοεϊν. άποοοβεϊv.

Schattera, σκιάζειν. σκιαγραφεϊν.
άποχραί-νειν. άποσκοτούν. -ring, σκιασμός, ό.
σκιαγραφία, ή. άπόχρωσις σκιάς, ή.

Schatull, κιβώτιον, τό. θήκη, ή.

Schavott, φόνιον πήγμα, τό 1. d.: ss. straff,
έσχάτη τιμωρία, ή.: ban dog på s:en, άπέθανεν
άποτμηθείς τήν κεφαλήν, περιέπεσε τιμωρία tSJ
έσχάτΰ.

Schavottera, låta s., iκθεaτρίζειv.
iκπoμ-πεΰειν.: s. = pass. af anf. vv. äfv.
καταστηλι-τεύεσθαι.

Schema, διαγραφή, ή. διάγραμμα, τό.
τύπος, ό. -tisera, διαγράφειν. iv διαγράμματι
τιθέναι.

Schikt, πτυχή, ή 1. (obr. πτύξ) πτυχός, ή.

Schism, σχίσμα, τό (Κ. F.).

Scholastiker, - astisk, σχολαστικός, 3.

Schåare, se Lastdragare 3).

Schäfer i, ungef. ποίμνη, ή.

Se, 1) eg., όράν, βλέπειν (ha synförmåga, m.
synförmåga iakttaga), θεάσθαί (betrakta) τι (ngt)
1. εις, πρός τι (på ngt), διά τών οφθαλμών
αϊ-σθάνεσθαι.: se f. sig, långt, προοράν. ϊπι πολύ
ίξικνεϊσθαι τοις όφθαλμοϊς.: man kan knappt s.
f. sig, άπορόν ioTiv ϊδεϊν τά προ αύτού.: s.
längre, s. bättre på långt håll, τηλαυγέστερον
όράν.: så långt jag kan s., έφ9 όσον 1.
i-φικνεϊται τά όμματα (μου).: jag s:r många
stadier bortåt, ini πολλά στάδια iξικvεϊτaι τά
όμ-ματά μου.: s. med spänd blick, άτενίζειν εις
1. πρός τι. äfv. &ατενίζειν τι. άτενέσι 1.
άσκαρ-δαμύκτοις τοις όφθαλμοϊς όράν τι.
άσκαρδαμυ-κτί βλέπειν εις τι. τήν όψιν εις τό άτενές
ά-περείόεσθαι εις τι. διατελεϊν ένορώντά τι.: s.
ned 1. opp ifrån, καθοράν.: s. in i, iγκύπτtιv
κατά 1. εις τι.: s. i, ίνοράν τινί τι.: s. dervid,
IiΌράν τι : s. upp, άναβλέπειν.: s. igenom,
διο-ράν (äfv. oeg.).: s. efter, άηοβλέηειν ηρός 1. εις
τι. έηισκοηεϊν τι (äfv. betrakta).: s. ngn i
ansigtet, άντιβλέηειν τινί, äfv. εις 1. ηρός τινα.: s.
m. egna ögon, iv όφθαλμοϊς όράν τι.
αύτό-ητην εϊναί τίνος.: ej kunna s. ngt, άθέατον
εϊναί τίνος.: s. under lugg på ngt, ύφοράν τι. —
är objektet en att-sats, brukas participial-konstr.
t. ex. jag s:r att fienderna rycka fram emot oss,
ορώ έηελθόντας ήμϊν τούς πολεμίους, att jag gått
vilse, ο’ρώ άμαρ τών τής οδού.: s. ngn dö, όράν
τινα αποθνήσκοντα.: man s:r att de vilja åt oss,
φανεροί 1· δήλοι εϊσιν 1. φαίνονται
inιβουλεύον-τες ήμϊν. äfv. οτι 1. aiff, då att-satsen framstår ss.
en sjelfständig företeelse, t. ex. s:r du ej, att du
felat? ουχ οράς ότι ήμαρτες (= beträffande det,
att du felat, s:r du ej det?).; — Med fröjd, lusts.

48

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0381.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free