- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
378

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Sed ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

378

Sed — Sedvanlig.

ngt, χαίρειν, η ds σθαι ορών τα 1. θεώ μενον 1.
προς-βλέποντά τι. τέρπεσθαί τινι 1. όρώντά τι. ήδέως
όράν 1. θεάσθαί τι.: låta s. (uppvisa),
Επιδει-xv v ναι τι. Επίδειξιν ποιεϊσθαι τίνος. jfr. äfv. Υ i s a.:
låta s. sig, φαίνεσθαι. όράσθαι. φανερόν
γίγνεσθαι. εϊς τούμφανές ϊέναι. Εξελθεϊν 1. εξιέναι εϊς
ανθρώπους (bland mskr). Επιοΐείκνυσθαί τι (visa sin
skicklighet i ngt). 2) oeg., a) aktgifva på,
iakttaga, όράν. αϊσθάνε σθαι. iv-, κατανοεί ν.
(Επι)γι-γνώσκειν. jfr Iakttaga 1).: jag s:r, att du ej
finner dig väl, ουκ ευ φρονοΰντα ορώ σε·: vi skole
s., huru det går, εϊσόμεθα τό έργον {πώς εσται).:
gerna s. ngt, φιλεϊν τι. αγαπάν τι 1. τινί. äfv.
χαίρειν m. part., t. ex. han ser gerna, att han
berömmes, χαίρει Επαινούμένος.: jag s:r ngn
gerna, άσμενος 1. χαίρων ορώ τινα (äfv. m. tillagdt
part., t. ex. άφικνούμενον, ankomma), äfv. χαίρω
ορών τινα. b) inse, bedöma, Ενοράν. ϊdεϊv.
γιγνώσκειν.: häraf s:r jag, Εκ τούτων δή
γιγνώ-σκω.: deraf kan man s., Εκ τούτων εστίν
ϊ-dεϊv. τεκμαίροιτο άν τις τούτοις, δήλον Εκ
τούτων.: s. en vedersakare i ngn, ανταγωνιστών
ύ-πολαμβάνειν τινά. c) försöka, πειράσθαι.: jag
vill s., om jag kan öfvertala hm, πειράσομαι, εϊ
πείσαιμι αύτόν. d) särsk. uttr.: se till, s. sig
om, σκοπεϊν. σκέιρασθαι. Επιμέλεσθαι.
Επιμελεί-σθαι.: han får s. sig om efter räddning (huru
han kan rädda sig), αύτώ μελρσει, οπως
σώζε-σθαι.: s. till ngn (= ha uppsigt), Εφοράν τινα
(äfv. τί). Επιμελεϊσθαί τίνος.: s. på ngt, σκοπεϊν
τι. προνοεϊν τίνος, άποβλέπειν προς τι. όράν τι.:
s. strängt på det rätta, τό δίκαιον ισχυρώς όράν.:
blott s. på sin fördel, τά εαυτώ μόνον
συμφέροντα σκοπεϊν.: s. till, att, σκοπεϊν 1.
Επιμελεϊ-σθαι, δπως m. ind. fut. 1. conj. 1. opt. 3) se ut,
intr., εϊναι idεϊv (t. ex. θοϊμάτιόν Εστι καλόν
ϊ-dεϊv). εϊdoς εχειν. φαίνεσθαι. τήν oxpiv (παρ)έχειν.
τό σχήμα εχειν. äfv. βλέπειν ο. όράν (om pers.),
t. ex. s. bister ut, dριμύ βλέπειν.: s. afundsjuk
ut, φθονερά βλέπειν : s. frisk ut, εύχροεϊν.
ύγι-αίνοντος τήν oipiv παρέχειν.: s. illa ut,
κακο-χροεϊν.: det s:r bra ut, καλώς 1. ευ έχει.: hur s:r
det ut i staden? πώς εχει τά κατά την πόλιν; s.
ut som, παραπλήσιον τό εϊdoς 1. σχήμα εχειν
(τι-νί). δμοιον εϊναί τινι. Εοικέναι τινί.: det s:r ut,
som om, doxti m. inf. Εοικέναι m. dat. part. 1.
inf., t. ex., han s:r ut, som om han framställde
gåtor, εοικεν αίνιγμα συντιθέντι.

Sed, 1) bruk, vana, έθος, τό. Εθισμός, ό.
εθισμα, τό. συνήθεια, ή. νόμος, ό.: hafva f. s.
εθος εχειν. εϊωθέναι. νόμον εχειν. νόμος Εστί 1.
καθέστηκέ τινι. εθος 1. Εν εθει Εστί τινι.
νομί-ζειν.: bli s., Εν εθει 1. οϊκεϊον 1. ϊδιον γίγνεσθαι.
Εκνικάν. : vänja ngn vid en s., εθος τι Εθίζειν
τινά. 2) pl., tillämpad moral, ήθος, τό (i inre
häns.). τρόπος, ό (i yttre).: goda s., ήθη
χρηστά. τρόποι καλοί 1. Εσθλοί.: af goda s.,
χρη-στοήθης, 2. χρηστός (3) τό ήθος. χρηστός, 3.
σπου-daw, 3. καλός (3) τούς τρόπους.

Sedan, 1) adv., a) derpå, εϊτα. επειτα.
μετέπειτα. μετά ταύτα, μετά dé. αύθις. Εντεύθεν,
ύστερον. b) vidare, ετι dé. πρός dé. 2) præp.,
Εκ, Εξ, άπό m. pen.: s. lång tid, Εκ πολλού
(χρόνου), dià πολλού χρόνου.: s. ganska lång tid,
Εκ τού Επί πλείστον.: s. den tiden, Εξ Εκείνου. Εκ
τότε 1. έκτοτε.: s. den tiden, då.., Εξ ού. άφ*
ου.: äfv. gm blott gen., t. ex. s. lång tid, συχνού

1. πολλού χρόνου. — för — sedan, vid
tidsbe-stmngr, gm acc. och ett m. en enhet förökadt
ordinale, t. ex. f. 10 månader s., ivdév.aTov
μήνα τουτονί.: gift f. 8 dar s., Ενάτην ήμέραν
ταύ-την γεγαμημένη. 3) conj., utom gm
participial-konstr, m. Επεί, Επε^ή m. ind. 1. opt. Επάν,
Επει-dàv m. conj.

Sedebud, Επίταγμα ήθικόν 1. νόμον τού
ηθικού, τό.

Sededomare, Εξεταστής τών τρόπων, δ. äfv.
σωφρονιστής, ού, ό.

Sede förderf, κακοί 1. πονηροί τρόποι, οι.
πονηρία, ή.

S edeförderfvande, τών καλών τρόπων
ά-νατρεπτικός, 3.

Sedel, χαρτίον, τό.

Sedelag, νόμος θεϊος 1. ηθικός, ό. νόμος δ
στοχαζόμένος 1. ό Επί τής τών πολιτών
καλοκαγαθίας.

Sedelära, ηθική, ή. τρόπων παίδευσις, ή.
λόγος προτρεπτικός Επί τά καλά, δ.

Sedelärare, ηθοποιός άνήρ, ό. παιδεύων τούς
τρόπους, δ Επί τά καλά προτρέπων.

Sedemålare, ήθογράφος, ό.

Sedemålning, ηθοποιία, ή. ηθολογία, ή.

Sederegel, κανών τών άγαθών, ό. τών
καλών δρος, ό. pl., δροι τών άγαθών και
κανόνες, οι.

Sedermera, εϊτα. κατα. έπειτα. Se f. öfr.
Sedan 1).

Sedesam, κόσμιος, 3. σώφρων, 2. αϊδήμων,

2. ευσχήμων, 2. — Adv., κοσμίως, σωφρόνως
ο. s. ν.: uppföra sig s., εύσχημονείν. σωφρονεϊν.

Sedesamhet, κοσμιότης, ή. κόσμιον, τό.
εύ-σχημοσύνη, ή. σωφροσύνη, ή. αιδώς, ούς, ή.

Sedeslös, άπειρόκαλος, 2. αισχρός, 3.
άκοσμος, 2. άκρατής, 2 (utsväfvande), άσχήμων, 2.

Sedeslöshet, άπειροκαλία, ή. άχοσμία, ή.
άκρατία 1. άκρασία, ή άσχημοσύνη, ή.

Sedespråk, άπόφθεγμα, τό. λόγος δ
προτρεπτικός Επί τό καλόν. äfv. χρυσούν επ ος, τό
(t. ex. Pythagoras’).

Sedig, πραύς, εϊα, ΰ, Επιεικής, 2 (om mskr).
ήμερος, 2, εύπειθής, 2 (om djur).

Sedighet, πραότης, ή. Επιείκεια, ή.
ήμερό-της, ή ο. εύπείθεια, ή (djurs).

Sedlig, ήθικός, 3.: s:t god, χρηστός, 3 (τά
ήθη), σώφρων, 2 (återhållsam), καλός και
αγαθός, 3. καλός (3) τούς τρόπρος.: s. charakter,
s:a förhållanden, ήθη, τά. — Adv., ήθικώς.
καλώς. äfv. άγαθώς. σωφρόνως.

Sedlighet, ήθος, τό. καλά ήθη, τά. καλοί
τρόποι, οι, καλοκάγα&ία, ή.

Sednare, 1) adj., ύστερος, 3. χρόνω ύστερος,

3. ό, ή, τό ύστερον 1. εξής 1. μετά ταύτα, ύστερον
γιγνό μένος, 3. Επιγιγνό μένος, 3.: den förre —
den sednare (ss. korrelat.) δ (ή, τό) μεν — ό (ή,
τό) δέ. δ μεν πρότερος — ό δε ύστερος. 2)
adv., ύστερον, χρόνω ύστερον, μετά ταύτα.: ngt
s., δλίγον ύστερον, ού πολύν χρόνον ύστερον.: två
dar s., δύο ήμέραις ύστερον,: komma s.,
ύστερεϊν 1. ύστερίζειν.

Sednast, 1) adj., ύστατος (i afs. på tid), 3.
έσχατος (sist), 3. τελευταίος (sist, om tid o. rum),
3. 2) adv., ύστατον. εσχατον.

Sedvana, se Sed 1).

Sedvanlig, se Bruklig.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0382.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free