- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
467

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - T - Tvärsida ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Τ τ är sid a — Tyngdkraft

467

skära t. af, Λατέμνειν. μέσον τέμνων (midt af).
— t. emot, άντικρυς. καταντικρύ. τουναντίον,
τάναντία.: = midt emot, se Midt 2).: t. emot
lagarne, vanan, άντικρυς παρά τους νόμους, τό
εϊωθός.: han talar t. emot hd han tänker, τ
άναντία λέγω ών γιγνώσκει — t. igenom,
διαμ-πάξ, Λαμπερές. διά μέσου τινός. — t. öfver,
se ofvan.; = på andra sidan om, καταντιπέρας.:
gå t. öfver en flod, διαβαίνειν ποταμόν.: gå t.
öfver torget, πορεύεσθαι Λα μέσης 1. εύθν Λά
τής αγοράς.

Tvärsida, τό πλάγιον.: på t:n, se Tvär 1).

Tvärslå, se T v är trä.

Tvärstanna, έξαίφνης, ίξαπίνης ίπιστήναι,
έπισχείν, άποπαύσασθαι, (άπο)σιωπήσαι (tystna).

Tvärstreck, πλαγία πραμμή, ή. Jfr Η i η d e r.

Tvärsäck, πήρα, ή.

Tvärtom, τουναντίον, τάναντία (τούτων).
εμ-πάλιν.: just t., αυτό τουναντίον.: alldeles t.,
πάν τουναντίον, πάντα τάναντία.

Tvär trä, διάξυλον, τό. ζύγωμα% τό.: infogadt
t., διάπηγμα, τό.

Tvärtystna, se Tvärstanna.

Tvärvigg, -vulen, se Tvär 4).

Tvärväg, πλαγία οδός, ή.

Tvärvägg, πλάγιος 1. ίγχάρσιος τοίχος, ό.

Tvätt, 1) ss. handling, πλύσις, ή,: vara i t.,
πλύνεσθαι.: lemna till t., χελεύειν πλύνειν. 2)
det s. tvättas, τά πλυνόμενα.

Tvätta, πλύνειν, άπο-, χαταπλύνειν (om
kläder). λούειν, νίζειν (om kroppen), ρύπτειν
(borttaga smutsen).: t. sig, λούσασθαι, νίψασθαι (om
händerna, τάς χείρας). ρύπτεσθαι.: t. sig ren fr.
ngt, ίχνίζεσθαί τι. άποτρίβεσθαί τι.: d. ena
handen t:r d. andra, χειρ χείρα νίζει.

Tvättare, πλύντης, πλύτης, ό. ό πλύνω ν.

Tvättbalja, πλυνός, ό. σκάφη, ή.

Tvätterska, πλύντρια, ή. ή πλύνουσα.

Tvättfat, νιπτήρ, ήρος, ό.

Tvättkonst, πλυντιχή, ή.

Tvättning, νίψις, ή. πλύσις, ή, ο. gm υν.:
hörande till t., πλυντήριος,

Tvättpenningar, πλύντρον, τό.

Tvättrasa, πλυντήριο»’ ράκος. τό.

Tvättvatten, ρ^πτρον, νίμμα, άπόνιμμα,
τό (till kroppens tvättning), πλύμα, τό (f. kläder).

Ty, γάρ. ίπεί. ώς. (det första aldrig, de sedn.
alltid i satsens början).: =derfÖra, se d. o.

Tycka, 1) act., οϊεσθαι. δοκεϊν. vanl. άοχεί
μοι.: jag t:er mig, άοχώ μοι : de t sig vara
ngt, οιονταί τι (1. τινές) είναι.: ss. jag t:er, foi?)
(μοί δοκεί. b) t. om. αγαπάν, στέργειν, φιλείν
τι. ήδεσθαι, χαίρειν, εύφραίνεσθαί τινι. αρέσκει,
χεχαρισμένον έστί μοί τι. άρέσκεσθαί τινι.
ίπαινεί ν τι. jfr Omtyckt.: icke t. om, äfv.
άποδο-χιμάζειν τι. άπαρέσχει μοί τι. 2) pass., δοκεϊν.
äfv. φαίνεσθαι, Ιοιχέναι (synas, m. inf.).

Tycke, 1) mening, godtycke, τό δοκούν.
γνώμη, ή. δόξα, ή (bl. mening).: efter mitt t.,
εμοι-γε δοκεϊ. δοκεϊ μοι. (ώς) lμοί δοκεϊν.: han
handlar i allt efter sitt t., o τι av δόξι; 1. ίπέλθρ 1.
παραστϊ αύτφ 1. εϊσέλθρ αυτόν, πάντα ποιεί.
Jfr Mening, Godtycke. 2) böjelse, smak,
έρως, τος, ό. έπιθυμία, ή.: få t. f. ngn. ngt, είς
ίρωτα 1. έπιθυμίαν ίλθεϊν 1. άφικέσθαι τινός,
ίγγί-γνεταί μοι ερως 1. ίπιθυμία τινός.: ha t. f. ngn,
Bgt, se Föreg, b).: falla ngn i t:t, άρέσχειν τινί.

χεχαρισμένον, άρεστόν εϊναί τινι. iv ήδοντ] 1.
κατά νουν εϊναί τινι. 3) behag, χάρις, ιτος, ή. τό
έπίχαρι, εύχαρι.: s. har t. m. sig, ίπίχαρις,
εύχαρις, 2, ιτος.: är utan t., άχαρις, 2. 4)
likhet, όμοιότης,ή.: ha t. af ngn. προς-,
παρό-μοιον, παραπλήσιον εϊναί τινι.

Tyckmycken, ευερέθιστος, 2. όργίλος, 3.
όξύρροπος, 2. δύσκολος, 2

Tyckmyckenhet, όργιλότης, ή. δυσκολία,
ή. ο. gm adj.

Tyda, 1) utlägga, έρμηνεύειν. διερμήνευαν,
άφερμηνεύειν (utförligt utlägga), ίξηγεϊσθαι : t.
drömmar, χρίνειν ονείρου ς.: t. falskt,
σφάλλε-σθαι, διαμαρτάνειν τής περί τίνος κρίσεως.: t.
ngt illa, ίπί τό χείρον ύπολαμβάνειν 1.
Ιξηγεϊ-σθαί τι.: t. ngt på sig, πρό$· 1. εϊς εαυτόν
λαμβάνειν 1. άναφέρειν τι. εϊς αύτον ύπολαβείν τι : tyd
ej mitt yttrande så s. skulle jag påstå, μή
ύπο-λάβρς ώς λέγω. μή μου ύπολάβρς ώς λέγοντος. 2)
t. på, bebåda, σημαίνειν. προσημαίνειν. δηλούν.

Tydlig, σαφής, 2. εύσημος, 2. φανερός. 3.
ίμφανής, κατα-, περιφανής, 2. δήλος, 3. έν
αργής, 2.: om ljud. röst, λαμπρός, 3.: f.
sinnena, τρανής, 2.: f. att tala t:t, άπλώς ειπείν.:
det är t:t att han gjort dta, δήλος, φανερός ίστι
τούτο ποιήσας 1. ότι τοίτ’ έποίησεν. φαίνεται τού
το ποιήσας.

Tydlighet, τό σαφές. έναργές. σαφήνεια,
περιφάνεια, ίνάργεια, ή.

Tydning, ερμηνεία, ή. ερμήνευμα, τό.:
gifva en t., se Tyda.

Tyg. 1) väfdt, ύφασμα, τό.: af linne, λίνον
τό. οθόνη, ή. Jfr Ylle-, Siden-,
Bomullstyg· 2) redskaper, don, σκεύος, τό (vanl. pl..),
κατασκευή, ή. 3) sak, χρήμα% τό. oftast utan
särskildt motsvarande ord.: dumt t., λήροι, φλή·
ναφοι, οι φλυαρία, ή. ύθλος, ό.: eländigt,
κακόν, φαύλόν τι. συρφετός, ό.

Tyga till, se Tilltyga.

Tygel, ηνία, ή. χαλινός, ό.: sköta t:arne,
ή-νιοχειν.: skötandet, ήνιοχεία, ή.: släppa efter
t:arne, χαλάν, (Ιν)διδόναι, άν , άφ-, έφιέναι
χαλινό ν 1. τάς ήνίας (eg. ο. fig.).: lemna hästen t:n,
άνιέναι τον ϊππον.. draga in t:arne, αντιτείνει*
1. εϊς τούπίσω ελκειν τάς ήνίας.: pålägga t.,
χα-λινού ν. έμβάλλειν τον χαλινόν.: hålla it,
κο-λάζειν. χατέχειν (eg. ο. fig.), κρατείν τίνος,
συ-στέλλειν τι (bl. fig.).: afskudda sig t:n,
άφηνιά-ζειν.: rida m. lösa t:ar, άνέντα ϊ. άπό ρυτήρος
Ιλαύνειν.

Tygel lös, άχάλινος, 2 (både eg. ο. oeg.). bl.
oeg., άκόλαστος, 2. άνειμένος, 3. άκρατής, 2.
άμετρος, 2.

Tygellös het, ακολασία, ή. άκρασία, ή.
άνε-σις, ή.

Tyghus, σκευοθήκη, οπλοθήκη, ή.
όπλοφυλά-κιον, τό.

Tygmästare, όπλοφύλαξ, κος, ό.

Tyna, (άπο)μαραίνεσθαι φθίνειν. τήκεσθαι.

Tynande, μάρανσις, φ>θίσις, ή. JfrTvinsot

Tynga, βαρύνειν τινά. βαρύν εϊναί τινι. Jfr
Trycka ο. Tung.

Tyngd, βάρος, τό, βαρύ της, ό, άχθος, τό,
βρίθος, τό (alla äfv. i fig. bet.) ολκή, (οπή, ή,
σταθμός, ό (vigt).: fig., äfv. χαλεπότης,
διινό-της, ό.

Tyngdkraft, όλχή, ή. ξοπή. ή.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0471.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free