- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
468

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - T - Tyngdlag ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

468

Tyngdlag —Tår.

Tyngdlag, o τής ροπής νόμος.

Tyngdlära, στατική, ή.

Tyngdpunkt, ροπή, ή. τό τής ροπής 1. τών
βαρέων χέντρον.

Tyrann, 1) i antik men., τύραννος, ο.: vara,
herrska ss. t., τυραννεϊν, -ενειν.: upphäfva sig
till t., τυραννεϊν έπιχειρεϊν.: hålla m. en t.,
τυ-ραννίζειν.: beherrskas af en t., τυραννεϊαθαι.:
mörda en t., τυραννοκτονεϊν.: s. mördar en t.,
τυραννοκτόνος, -φόνος, ό.: mord på en t.,
τυ-ραννοκτονία, ή. 2) i modern men., άγριος,
σκληρός, χαλεπός, ωμοί riJ^arrof, δεσπότης, ό.
υβριστής, οί, ό. -ni, 1) τυραννίς, ίδος, )?· sällan
τυραννία, jJ. 2) άδικος, σκληρά, χαλεπή, ωμή
τυραννίς, βασιλεία, δισποτεία, ή. ύβρις, εως, ή.
-nisk, 1) τυραννικός, 3.: inhämta t.
grundsatser, μανθάνειν τό τυραννικό ν. 2) άγριος, 3.
σκληρός, 3. /αλ{7Γ0£·, 3. ωμός, 3. ύβριστικός, 3.
-ni ser a, ^αλεπω?, ώμώς τυραννεϊν, -εύειν,
δε-σπόζειν (Sedn. δεσποτεύειν), αρ^ίΐ-ν τινός. äfv.
bl. τυραννεύειν. δούλω χρήσθαι τινι.
προσφέρε-<röat τ*»>ι> ώσπερ δονλω. αύθάδως προσφέρεσθαί
τινι. ύβρίζειν (εις) τινά.

Τ yre, πεύκη, ή.

Tyst, άφωνος, 2 (ljudlös), ήσυχος, 2 (stilla).
σιγηλός, σιωπηλός, 3 (tystlåten), σιγών, σιωπών,
ώσα, ών. ofta gm advv. σιγρ. σιωπρ.: vara t.,
se Tiga.: blifva t., se Tystna.: hålla ngt t.,
vara t. m. ngt, se Förtiga.: t.! σίγα. σιώπα δή.
εύφήμει.: t. bifall, ομολογία ού φανερά : t.
öfverenskommelse, αι έκ τού άφανούς συνθήκαι.:
en t. vapenhvila, αυτόματοι σπονδαί, αι.

Tysta, κατασιγάζειν. κατασιωπάν. ποιεϊν
σιω-πάν. se vidare Nedtysta.: t. munnen på ngn,
έπιστομίζειν τινά. Jfr Mun.

Tysthet, ησυχία, ή. σιγή, ή. σιωπή, ή.: i
t., ήσυχρ. σιγρ. σιωπρ. Jfr Hemligt.

Tysthet sed, -löfte, aflägga t., δμνύναι (rj
μήν) 1. ύπισχνεϊσθαι σιγήσειν 1. σιωπήσειν.:
förtro ngn ngt under t., απόρρητα 1. έν άπορρήτω
ποιησάμενον 1. δι’ άπορρήτω ν λέγειν τινί τι:
veta ngt under t., έν άπορρήτω εΙδέναι 1.
διαπε-πύσθαι τι.

Tystlåten, σιγηλός, σιωπηλός, 3. έχέμυθος,
2.: vara έχεμυθεϊν. Jfr Tyst.

Tystlåtenhet, σιγή, σιωπή, ή. έχεμυθία, ή.:
iskttaga t. om ngt, σιγάν, σιωπάν τι.

Tystna, σιωπάν. άποσιωπάν. άφωνον,
άναυ-δον γίγνεσθαι, μηδέν έτι άντελέγειν έπ έχειν.
παύεσθαι.: komma ngn att t., se Tysta.

Tystnad, σιγή, ή. σιωπή, ή.: andaktsfull t.,
ευφημία, ή.: djupt., πολλή σιγή, σιωπή.: bringa
till t., se Tysta.: ålägga ngn t., σιγάν
προς-τάττειν τινί. έπιβάλλειν τινί σιωπήν.: bjuda t.,
σιωπάν 1. σιγάν κελεύειν.: iakttaga t., se Tiga.:
m. t. förbigå ngt, μή ποιεϊσθαι μνήμην τινός,
παραλείπειν, παριέναι τι {λέγοντα).: under t., [-σι-γτ].-] {+σι-
γτ].+} σιωπρ. σιωπών, ώσα, ών.

Tå, δάκτυλος τού ποδός, ό.: gå på t.,
άκρο-βατεϊν. άκροις τοις ποσίν βαδίζειν.

Tåg, 1) rep, κάλως, ω, ό (dem. καλώδιον,
τό). πείσμα, τό. τοπεϊα, τά (tågverk), σπείρα, ή
(allt snodt). σχοϊνος, ό ο. σχοινίον, τό (eg. af säf).
σπάρτον, σπαρτίον, τό (eg. af ett slags växt),
σειρά, ή (lina).: t. hrra. skeppen bindas vid land,
άπόγειον, έπίγειον, τό. fr. bakstammen,
πρυμνή-σια, τά. 2) tågande skara, τάξις, ή, τάγμα,

τό (af soldater), πομπή, ή (fest-t., procession).
άγέλη,ή (af djur).: anföra t:et, ήγεΐσθαι τής
τάξεως.: sluta t:et, ονραγεϊν. jfr Procession. 3)
tågande, marsch, πορεία, ή. οδός, ή.: en härs
mot ngn, στρατεία, ή. στόλος, ό. ορμή, ή. Se
vidare Marsch, Fälttåg.

Tåga, έλαύνειν. έξελαύνειv (f. ett ställe),
πο-ρεύεσθαι. ιέναι. άγειν (om fältherren).: t. i fält,
(έκ)στρατεύεσθαι, mot ngn, έπί τινα.
έπιστρα-τεύεσθαί τινι. Jfr Draga 2) ο. compp.

Tåga, i kött etc., ις, νός, ή. νεύρον, τό.

Tågig, ινώδης, 2. νευρώδης, 2.

Τåglig, se Långsam.

Tågna, (έκ)τείνεσθαι. χαλάν. — tågnad, äfv.
χαλαρός, 3. άνειμένος, 3.

Tågstump, κάλω τμήμα 1. μόριον, τό.
καλώδιον, τό.

Tågverk, τά τής νεώς όπλα 1. σκεύη, τοπεϊα, τά.

Tåla. 1) lida, fördraga, άνέχεσθαι. ύπομένειν.
φέρειν. διαφέρειν, διαντλεϊν (till slut), άντέχειν
τινί (eg. stå emot), ύφίστασθαι (frivilligt
underkasta sig), καρτερεϊν τι, έγκαρτερεϊν τινι
(ståndaktigt uthärda).: t. att, de föreg. vv. m. part.·.
s. kan tålas, άνεκτός, άνασχετός, φορητός, 3.
jfr Lida 1) d). 2) medgifva, περιοράν. έάν.:
saken tål ej uppskof, τό πράγμα ού δέχεται
άναβολάς. ούκ έξεστιν άναβάλλεσθαι τό πράγμα.:
t. att tänka på, (πολλής) προνοίας εϊναι 1. δεϊσθαι.

Tålamod, καρτερία, ή. ύπομονή, ή.
μακρο-θυμία, ή. πραότης, ή.: ha t., μακροθυμεϊν. m.
ngt, se Föreg.: m. t. fördraga, πράως, ευχερώς,
ραδίως φέρειν.: m. t., eljest gm άνέχεσθαι m.
part., t. ex. m. t. afhöra, άνέχεσθαι άκούοντα.:
åse m. t., äfv. περιοράν.: t.! έχ’ ήσυχος.

Tålig, καρτερικός, 3. ανεκτικός, 3.
μακρόθυ-μος, 2. πράος, πραύς, 3. Se f. öfr. Föreg.

Tålighet, καρτερία, καρτέρησις, ή. άνεξία,
άνεξικακία, ή. τλημοσύνη, ή.

Tålmodig, -sam, se Tålig, Fördragsam.

Tålmodighet, -samhet, se Tålamod,
F ord r a g sam het.

Tåls, gifva sig till t., περιμένειν. καρτερεϊν.
ήσυχίαν έχειν 1. άγειν.

Tång, φύκος, ό. φυκία, ή. φυκίον, τό.

Tång, verktyg, λαβίς, ίδος, ή. καρκίνος, ό.
θερμασ τρις, ίδος, ή. Jfr compp. Eld-, Knip t.
etc.

Tåpig, se Våpig.

Tår, δάκρυον, τό.: heta t:ar, θερμά δάκρυα.:
fälla, gjuta t:ar, άφιέναι, έκχεϊν δάκρυα, δάκρυσι
κλαίειν. se Gråta.: t:ar flyta, rinna öfver
kinderna, δάκρυα καταστάζει 1. λείβεται κατά τών
παρειών.: t:ar störta strömvis ur mina ögon, βία
καί άστακτί χωρεϊ μοι τά δάκρυα. : röra, bringa
ngn till t:ar, προάγειν τινά εϊς δάκρυα, καθίζειν
τινά κλαίοντα.: återhålla t:arne, κατέχειν τά
δάκρυα 1. τό μή δακρύειν,: smälta i t:ar, τήκεσθαι
δάκρυσι 1. δακρύοντα.: öfverväldigas af t:ar,
κρα-τεϊσθαι ύπό δακρύων, μηκέτι κατέχειν τό μή
δακρύειν.: t:ar komma, stå ngn i ögonen,
δακρύων έμπίπλαται 1. ύποπίμπλαται I. ύπόπλεως
γίγνεταί τις τά όμματα, δακρύων πλέω
γίγνονται 1. έμπίπλανταί τίνος οι οφθαλμοί.: m. t:ar i
ögonen, ένδακρυς, υος, ό, ή.: under t:ar, συν
δακρύοις. μετά δακρύων, δακρύων, ουσα, ον.’
utan t: ar, άδακρυτί. en ström af t:ar, πολλά δά
κρυα. δακρύων ρεύμα, τό 1. έπιφορά, ή.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0472.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free