- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
503

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - V - Verklig ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Verklig — Verld» kännedom.

603

v., ha itor, ringa, ingen v., se Föreg.: ha god
γ. ρ k ngn, εύ 1. καλώς cΐιατιθέναι τινά. ώφελεϊν
tiva. πολλοί άξιον εϊναί τινι.

Verklig, ών, ουσα, öv, υπάρχων, ουσα, ον
(förefintlig), άληθινός, 3, αληθής, 2 (mots. det
falska, skenbara), ό, ή, τό (ώς) αληθώς.: de τ.
tingen, τά övra.: den ν. beskaffenheten af ngt,
ή αλήθεια τίνος.: göra ν., έργω καθιστάναι.
έπι-τελεϊν. άπεργάζεσθαι.

Verkligen, 1) eg., τω όντι. όντως, άληθώς.
τρ άληθεία.: ν.? αληθές; se större ut än_man
verkligen är, μείζω φαίνεοθαι του όντος, τής
ά-ληθείας, τής φύσεως 1. ή πέφνχε, έστι. 2) ss.
af-firm. partikel, ουν. μήν. ή. τοί : om ν., ii δή.:
derf. också ν., τοιγαρουν. τοιγάρτοι.

Verklighet, ουσία, ή. το είναι, ύπάρχειν.
υπόστασις, υπαρξις, ή άλήθεια, ή (mots. skenet,
det falska). = det verkliga, τά όντα.: i v:n,
ίρ-γω. τω όντι : i ν:η förhåller det sig icke så, τά
πράγματα ονχ οΰτω πέφυκεν.: ha ν , ύπάρχειν.:
bringa till ν., se Förverkliga.

Verkmästare, ό τών έργων έπιστάτης.: =
förfärdigare, δημιουργός, ό. Jfr Skapare,
Upphofsman.

Verkning, se Verkan.

Verkningskraft, δύναμις, ή. Se Kraft.

Verkningskrets, πράγματα, τά.
καθήκοντα, τά τό κατά τινα. έηιμέλεια, ή.

Verksam, άνυστικός, 3. άνύσιμος, 2.
ένερ-γής, 2. Ινεργός, 2. Ενεργητικός, 3. πρακτικός,
3 (företagsam) δραστικός, 3, δραστήριος, 2
(driftig). ισχυρός, 3 (stark) έργάτης, ό, -τις, ή,
έρ-γατικός, -ατικός, 3 (arbetsam), σπουδαίος, 3
(ifrig) άσχολος, 2 (utan ledighet).: vara ν., ένεργόν
1. iv έργω εϊναι. se Verka.: visa sig v.,
ένερ-γόν παρέχειν εαυτόν : v:t bedrifva ngt,
(έπι)σηεύ-δειν τι. σπουδάζειν περί τι.

Verksamhet, ένέργεια, ή. δνναμις, ή. ϊσχύς,
ύος, ή. δράσις, ή. έργασία, ή. σπονδή, ή.
πραγματεία, ή. ο. gm adj , se Föreg.: själens ν.,
διάνοια, ή. τά περί τήν διάνοιαν.: offentlig ν.,
πολιτεία, ή : vara i ν,, ένεργπν. κινείσθαι. se
Föreg.: vara i mycken v., σφόδρα έργάζεσθαι.
πράγματα πολλά έχειν.: visa den största ν.,
πά-σαν σπουδήν ποιεϊσθαί.: sätta ngn i ν.,
πράγματα παρέχειν τινί. κινεϊν τινα.: vara utan, ur ν.,
έργον oiδεν έχειν. se Overksam.: sätta ngn ur
v., παίειν τινά έργαζόμενον. άπράγμονα
καθιστάναι τινά.

Verkstad, έργαστήριον, τό. δημιονργεϊον, τό.
För de särskilda handtverken vanl. gm särskilda
ord, t. ex. en skomakares, σκυτοτομεϊον,
σκυτεϊ-ov, τό Se under dsa subst.

Verkställa, (δια)πράττειv. ποιεϊν.
{άπεργάζεσθαι. αποτελεί v.: konstmässigt, listigt,
μηχανάσθαι.: hjelpa ngn att v. ngt, συμπράττειν
τινι τι.

Verkställande, -lighet, διάπραξις, ή.:
befordra till v , se Föreg.

Verkställbar, άνυστός, 3 δυνατός, 3.

Verksynd, ίδιον άμαρτημα, τό. ό τις
ούτος άμαρτάνει

Verktyg, έργαλεϊον, τό (hand-v.), σκεύος, τό
(redskap), όργανον, ιό.: konstmässigt ν.,
μηχανή, ή.: om mskr, ish. i föraktlig men., σκεύος,
τό.: jag begagnar ngn ss. v., ύπουργφ* νπηρέτρ
χρώμαί τινι. υπουργεί, ύπηρειεϊ μοί τις.

Verld, a) allt varande, ιό πάν. τό σύμπαν,
τά πάντα, τά ολα. κόσμος, ό (ss. ordnadt helt).:
fr. v:ns början, έξ, άπ’ αρχής, b) jorden ss.
m-skrnas bostad, γή, ή. οικουμένη, ή.: dna ν., ο
ένθάδε τόπος.: fr. dna till en annan v , έχ του
τόπου τον ένθένδε εις άλλον τόπον. · i d. synliga
ν:η, έν τω Ορωμένω 1. όρ«Γω τόπω : v:ns ände,
τά έσχατα 1. το πέρας τής γης. c) alla de
jordiska, sinliga tingen τά έν τρ γρ 1 έπί τής γή*.
τά έν άνθρώποις. τά ανθρώπινα, τά τών
ανθρώπων.: ί τ:η, έν τρ γρ. έν τοις άνθρώποις:
ingenting i ν:η, ονδέν τών πάντων.: allt ι v:en,
πάν τό ένόν. ονδέν ότι ον. πάντα.: f. allt i
v:en, μάλιστα πάντων.: hd i all v:n, τί
δήπο-τε; d) alla lefvande mskr, ol άνθρωποι
πάντες άνθρωποι.: all v:n, σύμπαντες ol
άνθρωποι : uutidens v., οι νυν 1. καθ’ ημάς (όντες, 1
άνθρωποι.: förr i v:eu, το αρχζζϊον, παλαιό ν. (τό)
πάλαι.: en man efter gamla v:n, άνηρ
άρχαιό-τροηος.: känna ν:η, πεϊραν εϊληφέναι 1. έμπειρο ν
εϊναι τών άνθρώπων : komma till ν:η,
γίγνεσθαι καταστήναι εϊς τους άνθρώπους.: bringa till
ν:η, {άπθ)τίκτειν. γεννάν.: bortgå ur ν:η, άπ
ϊέναι, άφανίζεοθαι έκ τών άνθρώπων.
άπαλλάτ-τεαθαι τον βίου.: komma ut i ν:η, έξελθειν εις
άνθρώπους.: skicka ut i ν:η, έκγέρειν είς το φώς.
έκδιδόναι διαδιδόναι (utsprida) : v:ns lopp, τό
έν άνθρώποις ειωθός.: sdnt är v:ens lopp, οντω
φιλεϊ γενέσθαι έν τοις άνθρώπηις.: så är v:ens
sed, οντω νομίζεται παρα τοις άνθρώποις. οντω
πεφύκασιν οι άνθρωποι.: en man af ν., se
Be-lef vad.: v:ens fröjder, αι κατά τήν γήν ήδοναί.
τά έν άνθρώποις καλά 1. ηδέα.: v:ns förlossare,
ό άπαντας τους άνθρώπονς σώσας 1.
άνακτησά-μενος. ό πάντων σωτήρ.

Verldsalltet, se Föreg. a).

Verldsbeherrskare, πάντων τών
άνθρώπων 1. τής οικουμένης κύριος, δεσπότης,
αυτοκράτωρ, ό (om en mska). πάντων κύριος, ό (om Gud).

Verldsbekant, πάσι δήλος, 3. εις άπαντας
γνώριμος, 3 ο. 2. έν πάσι τεθρυλημένος, 3. Jfr
Bekant.

Verldsberömd, ένδοξος παρά πάσιν άνθρώ·
ποις.: bli ν., δόξης τυγχάνειν παρά πάσιν
άνθρώ-ποις. λαμβάνειν δόξαν παρά πάντων άνθρώπων.

Verldsbeskrifning, ή περί τής πάντων
φύσεως διδασκαλία. κοσμολογία, ή·: =
jordbeskrif-ning, γεωγραφία, ή. περιήγησις τής οϊκονμένης
πάσης, ή.

Verldsbeskrifvare, περιηγητής, ού, ό.

Verldsborgare, κοσμοπολίτης 1. κόσμου πο·
λίτης, ό.

Verldsbyggnad, ή τών πάντων 1. όλων σύ·
στασις \. σύνταξις.

Verldsdel, γής μέρος, τό. ήπειρος, ή.

Verldserfarenhet, se Verldskännedom.

Verldseröfrare, ό πάσαν τήν οϊκουμενην
καταστρεψάμενος 1. καταδονλωσάμενος.

Verldsförakt, ή τών ανθρωπίνων κατ αφρό·
νησις 1. ολιγωρία.

Verldshaf, ωκεανός, ό. ή μεγάλη θάλαττα.

Verldshistoria, κοινή ιστορία, ή. ή τών
καθόλου πραγμάτων σύνταξις.

Verldsklok, τών ανθρωπίνων έμπειρος, 2.
πολιτικός, 3.

Verldskunnig, se Verldsbekant.

Verldskännedom, ή τών άνθρώπων 1. τών

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0507.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free