- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
504

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - V - Verldslig ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

504

Verldslig — Vexelbank.

tv άνθρώποις Εμπειρία, η.: besitta τ., ϊμπειρον
»lναι τών ανθρωπίνων.

Verldslig, se Jordisk.

Verldsman, αστείος 1. κομψός άνήρ, ό.

Verldsmenniska, βέβηλος άνθρωπος, ό.

Verldsomseglare, ό περιπλέων
Υ.περιπλεν-σας άπασαν τήν γήν.

Verldsordning, ή τών όλων 1. τον κόσμου
σύνταξις.

Verldssystem, τό τών όλων σύστημα.

Verldstrakt, κλίμα, τό.

Verldsvälde, πάντων τών έθνών 1.
ανθρώπων άρχή 1. ήγεμονία, ή.

Vers, 1) af en rad, στίχος, ό. έπος, τό (ish.
episk), äfv. μέτρον, τό.: göra ν., στίχους γράφ ειν.
στιχονργεϊν, στιχοποιείν (Sedn.).: bringa i ν., se
Versform.: tala omvexlande lirannan v.,
στίχο-μυθεϊν.: talandet, στιχομυθία, ή. 2) omfattande
flera rader, στροφή, ή. σύστημα, τό.

Versart, se Versslag.

Versbyggnad, μέτρον, τό.

Versform, μέτρον, τό : bringa i ν.,
στιχί-ζειν. μετροποιεϊν. bättre έντείνειν {εΐς μέτρον).
εϊς μέτρα τιθέναι.: i ν., οτιχήρης. 2. στιχηρός, 3.
έμμειρος, 2. έν μέτρω πεποιημένος, 3.

Vers fot, πους, ποδός, ό βάσις, ή.

Version, se Öfversättning.

Versmakare, μέτρων Εργάτης, ό. φαύλος
ποιητής, ό.

Ver smakeri, μετροποιία, σηχοποιία, ή.

Versmått, μέτρον, τό. μετροποιία, ή.

Versrad, se Vers 1).

Versslag, μέτρον, τό.

Vas si a, γαλή, ή. ϊκτις, δος, ή.: dess skinn,
ϊκτιδή, ή.

Vest, se Vester.

Vestan, -vind, ζέφυρος, ό.

Vester, εσπέρα, ή. (τον ήλιου) δνσ μα ί al. ή (του
ηλίου) δύσις.: åt, mot ν., πρός εσπέραν (om ngt,
τινός) πρός (ήλιου) δυσμάς.: fr. ν., Εκ δυσμών.:
τ:η, τό εσπερία, τά προς εσπέραν.

Vesterlandet, se Föreg

Ve st li g, ό, ή, τό πρός εσπέραν. εσπερινός,
3. εσπέριος, 3 ο. 2. δυτικός, δυσμικός, 3.: de ν.
trakterna, länderna, τά έσπέρια. se Vester.: de
τ. delarna af landet, τό προς εσπέραν τετ
ραμμένα τής χώρας.

Vestre, -a, se Föreg.

Veta, ειδέναι. Επιστασθαι. γιγνώσκειν,
Εγνω-κέναι. μεμαθηκέναι, πεπυσμένον είναι,
παρειλη-φένσι (ha inhämtat af andra), έχειν (kunna).: v.
att m. inf., εϊδέναι etc. m. inf: v. att m.
efterföljande sats, gm εΐδέναι etc. m. part. 1. m. ότι,
ώς o. v. finit. se Gram.: jag vet icke hd jag
skall säga, ουκ εχω τί φώ·: noga, bestämdt v.,
tv, σαφώς, άκριβώς εϊδέναι 1. Επίστασθαι.
Εξε-ηίστασθαι. άκριβούν.: icke ν., ούκ εϊδέναι etc.
άγνοείν τι. φεύγει, λανθάνει μέ τι. άπορεϊν (vara
i förlägenhet) : jag vet väl. εύ I. σαγώς οϊδα.
ούκ άγνοώ.: vet väl att, εν ισθ’ ότι ούτω
γί-γνωσκε 1. τήν γνώμην έχε m. ώ? ο. part.: Gud
skall ν., ϊστω Ζεύς. μάρτυς εστω θεός.: Gud vet
hd f. en olycka, τί κακόν ού’/ί; dta är skedt,
Gud vet huru, πέηρακται ταύτα οπωσδήποτε.:
af erfarenhet v., Ttj πείρα διδαχθήναι,
μεμαθη-κέναι.: ν. gm hörsagor, άκορ 1. άκούσαντα
ειδέναι.: så vidt jag vet, όσον γ* Εμε ειδέναι.: vilja

ν. ngt, βούλεσθαι μανθάνειν (Önska fi kftnne·
dorn), προοποιεϊσθαι εΙδέναι ’ge sig sken af att
känna).: v. ngt om ngn, συνειδέναι τινι τι 1. τινί
ποιήσαντί τι 1. τινά ποιήσαντά τι 1. τινι οτι.:
jag vet med mig att ha gjort ngt, σύνοιδα Ε μαντώ
ποιήσαντί τι 1. ποιήσας τι.: ν. af, om ngt,
(συν)-ειδέναι τι.: utan att de andra visste det (deraf,
derom) flydde ban, άσυνειδήτως τοϊς άλλοις 1.
νγνοούντων τών άλλων 1. λαθών τους άλλους εφ
υ-γεν. έλαθε τούς άλλους φυγών.: utan att ν. det
(1. deraf, derom) dödade han sin fader, άγνοών
1. εαυτόν λαθών ån έκτεινε το" v πατέρα, έλαθεν
εαυτόν άποκτείνας τόν πατέρα.: låta ngn ν. ngt,
δηλονν, σημαίνειν, άνακοινούσθαί τινί τι.: icke
låta ngn ν. ngt, κρύπτειν, άπο-, ύποκρύπτεσθαί
τινά τι. jfr Dölja.: få ν., (κατα\μανθάνειν.
γνώ-ναι. αίσθάνεσθαι. πυνθάνεσθαι άκούειν.: ν till
sig, (ευ) φρονειν. Εντός αύτού εϊναι : icke ν. till
sig, ού φρονείν. εξω αύτού 1. φρενών είναι.

Vetande, τό ειδέναι. γνώσις, ή. σοφία,
Επιστήμη , ή.: mot bättre ν., εϊδώς τό βελτίω.

Vetenskap, Επιστίμη, ή. σοφία, ή. τέχνη, ή.
μάθημα, τό ο. μάθησις, ή (ss. föremål f.
inhämtande). παίδενμα, τό (bibragt).: v:erna, τό
γράμματα. τά μαθήματα, οι λόγοι, αι τέχναι. ή
Εγκύκλιος παιδεία ο. τά Εγκύκλια μαθήματα (eg. de
förberedande, elementära; undervisningen deri,
Εγκύκλιος άγωγή, ή).: kärlek till sysselsättning
m. v:n, φιλοσοφία, ή.

Vetenskaplig, μαθηματικός, 3. τεχνικός, 3.
Επιστημονικός, 3. ο, ή, το κατά τήν Εηιστήμην.
ό, ή, τό περί τό γραμματα. ακριβής, 2.: ν. insigt,
Εηιστήμη, ή.: ν. bildning, πΐαδ*ία. ή.: ν.
sträfvanden, ή περί τά γράμματα σπουδή.: idka sdne,
σπουδάζειν περί τά γράμματα.: ν. behandling nf
ngt, φιλοσοφία ή περί τίνος.: v:t behandla ngt,
φιλοσοφείν περί τίνος 1. περί τι.: v:t bildad, Εν
τοις καλοίς πεπαιδευμένος.: en v:t bildad talare,
τεχνικός ρήτωρ.

Vetenskapsman, σοφός, δ. φιλόσοφος, ό.t
i språk ο. litteratur, φιλόλογος, ό.

Veterlig, se Bekant.

Vetgirig, φιλομαθής, 2. φιλίστωρ, ορος, ό,
ή.: vara ν., φιλομαθείν. φιλιστορείν.

Vetgirighet, φιλομάθεια, ή. τό φιλομαθές.

Vetskap, συνείδησις, ή.: utan ngns ν.,
λάθρα 1 .κρνφα τινός, άγνοούντός τίνος. ο. gm
λανθάνειν, t. ex. han gjorde dta utan min v., έλαθεν
Εμέ τούτο ποιήσας 1. λαθών Εμέ τούτ* Εποίησεν.:
m. ngns ν., συνειδότος τινός.: utan ngns ν. ο.
vilja, άνευ τινός, άκοντος τίνος.

Vett, 1) se Föreg.: m. v. o. vilja, se
Afsigtlig. äfv. χ«τό προ αΐρεσιν. γνώμη, ή. Εθελοντί.
εκοντί 2) förstånd, νους. ό. γνώμη, ή. λογισμός,
ό. σωφροσύνη, ή (besinning), se Förstånd 1).:
han har f. godt v. f. att, φρονιμώτερος,
σωφρο-νέστερός Εστι 1 άμεινον. βέλτιον φρονεί ή ώση.

Vetta, βλέπειν, άποβλέπειν, τείνειν,
τετραμ-μένον εϊναι Επί, πρός η.

Vettig, se Förståndig.

Vettlös, άλογος, 2. ανόητος, 2. άνους,
άφρων, 2.

Vettvilling, se FöTeg.

Vexel, 1) se Vexling. 2) ss. skriftlig
förbindelse, συγγραφή, ή : utfärda en v.,
συγγρα-φήν γράφειν 1. διδόναι. συγγράφεσθαι.

Vexelbank, se Bank.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0508.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free