- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
505

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - V - Vexelfeber ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Vexelfeber — "Vidlyftig.

505

Vexelfeber, πυρετός διαλείπων, ό.

Vexelverkan, ή αμοιβαία 1. προς αλλήλους
δύναμις 1. ροπή.

Vexelvis, Ιναλλάξ. παραλλάξ. Ιπαλλάξ. iv
(τω) μέρει, χατά διαδοχήν. ix διαδοχής, ix
περιτροπής.

Vexla, 1) intr., μεταβάλλειν. μεταπίπτειν.
άλ-λοιούσθαι. άλλον γίγνεσθαι.: oupphörligt ν.,
συνεχείς ποιεϊσθαι τάς μεταβολάς. 2) se Ombyta.:
ν. färg, τρέπειν τήν χρόαν. άλλοιούσθαι τό
χρώμα.: ν. ord m. ngn, διαλέγεσθαί τινι 1. πρός
τινα.: ν. penningar i småmynt, (δια)χερματίζειν..
ν. bref, se d. ο.

Vexlare, se Bankir.

Vexlaryrke, ή τής τραπέζης ίργασία.
τρα-πεζιτεία, ή.: idka ν., τραπεζιτεύειν.

Vexling, αλλαγή, μεταλλαγή, ή. μεταβολή,
ή. τροπή, ή.: vädrets ν., τροπή ή περί τον άέρα.:
årstidernas ν., αϊ του έτους 1. τών ωρών τροπαί.:
vara underkastad ν., μή μόνιμον, μή βέβαιον
εϊναι. μή μένειν.: mångfaldig ν., ποιχιλία, ή.:
hastig ν., άγχίστροφος μεταβολή.

Vi, ήμεις.: om två, äfv. νώ. ss. subj.
åter-gifves det bl. vid eftertrycklig betoning.

Vibrera, se Dallra.

Vice, se Vikarie.

Vicka, σείεσθαι. σαλεύειν. χινεϊσθαι.: v. på
ngt, σείειν. χινεϊν. ταλαντεύειν.: v. på svansen,
σαίνειν.

Vicker, βιχίον, το’.

Vid, I) præp. 1) i local bet., παρά m. acc. (mest
om saker), παρά m. dat. (vanl. bl. om pers.).
πρός o. Ιπί m. dat. (omedelbar närhet), iv (inom
ngt område, ish. vid angifvande af stället f.
fältslag o. d.). χατά m. acc. Ofta äfv. gm verbets
smnsättning m. παρά.: ligga v. ngn,
χαταχεϊ-σθαι παρά τινι. παραχεϊσθαί τινι.: ställa sig ν.
ngn, στήναι παρά τινα. παραστήναί τινι.: ν.
staden var en pyramid , παρά τήν πόλιν ην
πυ-ραμίς.: ställa sig, stå ν. floden, ϊστασθαι,
εστά-ναι ini 1. πρός τώ ποταμώ.: städerna ν.
hafvet, αϊ ίπί 1. πρός τρ θαλάττρ πόλεις.: slaget
ν. Marathon, Platææ , ή iv Μαραθώνι, iv
Πλα-ταιαϊς μάχη.: sjöslaget ν. Salamis, Mvcale, ή
iv Σαλαμϊνι 1. περί Σαλαμίνα, ή iv Μυκάλρ
ναυμαχία. — Efter vv. "fatta", "gripa", taga" o. d.
uttryckes v. m. gen. t. ex. taga, föra ngn v.
handen, λαβείν, άγειν τινά τής χειρός. 2) till
angifvande af eg. o. oeg. tidsbestämningar,
omständigheter, tillstånd, iv m. dat.toi m.gen.,
stundom dat. χατά äfv. παρά m. acc. (bl. tidsbet ).
Ofta gm part.: v. dna tid, iv τούτω τω χρόνω.
χατά τούτον τον χρόνον.: ν. sdne fhdn, iv τω
τοιούτω. τούτων τοιούτων όντων, ούτως ίχόντων.:
ν. dna ålder, iv ταύτρ τρ ήλιχία 1. Ινταύθα τής
ήλιχίας 1. τηλιχούτος ών.: ν. 30 års ålder, se
Gammal.: v. fälttåg, Ιπί στρατείας. στρατεύων.: v.
måltiden, iv τώ δείπνω. Ιπί τω δείπνω. δειπνών.:
ν. dryckeslag, ίπι τp χύλιχι 1. τής χύλιχος.: ν.
öfvergången, ίπί 1. iv τρ διαβάσει, διαβαίνων.:
ν. stadens eröfring, τής πόλεως άλούσης.: vara ν.
sundt förstånd, ευ φρονεϊν.: vara ν. krafter, ϊσχύειν.:
vara ν. godt mod, θαρρεϊν.: ν. dagsljus, χατά
φως.: ν. ljuset, υπ* αύγάς.: ν. fackelsken, ιίπο
λαμπάδων.: ν. lanterna, ύπό φανού.: ν. mörker,
υπό σχότου. iv σχότω.: ν. flöjters ljud, ύπ*
αυλών 1. αύλοϊς. πρός, ύπ* αυλούς.: ν. dans ο. sång,

ύπ* όρχησιν χαί ώδήν. Se vidare subst. 3) till
uttryckande af fhde, förbindelse, vanl. πρός
m. acc.: tala v. ngn, διαλέγεσθαί τινι 1. πρός
τινα.: begrunda ν. sig sf, σχοπεϊσθαι, διανοεϊ·
σθαι, διαλογίζεσθαι πρός αύτόν 1. ίύ εαυτού.:
anmärka ngt ν. ngt, λέγειν, άντιλέγειν τι πρός
τι 1. περί τίνος.: skilja sig ν. ngn,
άπαλλάττεσθαί, άφίστασθαι άπό τίνος. 4) framför
straffbestämmelser, Ιπί m. dat.: ν. dödsstraff, Ιπι
θανάτω.: då det ν. dödsstraff är förbjudet,
θανάτου Ιπιχειμένου. 5) i bedyringar, böner,
πρός m. gen. i jakande satser, νή 1. ναι μά, i
nekande, μάνα. acc. 6) v. pass, v. lag, se
Ungefär. II) adv., vanl. gm smnsättning m. παρά,
πρός, se Nedanf.: blifva illa v., χατα-,
ίχπλήτ-τεσθαι. άγαναχτεϊν. άνιάσθαι. λυπεϊσθαι. — Se
f. öfr. de ord, s. konstrueras m. dna præp.

Vid, εύρύς, 3. ευρύχωρος, 2. πλατύς, εϊα, ύ.
χαλαρός, 3 (t. ex. θώραξ, ύπόδημα).: v:a fältet,
τό πλατύ, εύρυχωρία, ή. se Fält. — Ad υ., se
Följ.

Vida, se Långt.: huru v., se Huruvida.:
så v., ει. εϊγε. εϊπερ.

Vidare, 1) adj., άλλος, 3. λοιπός, 3 (öfrig).
ό, ή, τό μετά ταύτα 1. έπειτα 1. εξής 1. ύστερον.
2) adv., a) längre fram, πορρωτέρω. μαχρότερον.
πέρα. περαιτέρω.: gå ν., πορρωτέρω 1. περαιτέρω
προϊέναι, προβαίνειν.: föra ν., προ βιβάζειν.
προάγε ιν. προχομίζειν. Jfr Framåt, b) ytterligare,
mer, ετι δέ {χαί). πρός δ* ετι. προς τούτοις, εξής.
εϊτα, έπειτα, ofta gm άλλος, 3.: ingen, intet ν.,
άλλος ούδείς, άλλο ουδέν.: ο. så ν., χαί τά λοιπά.
χαί τά εξής. χαί άλλα τά τοιαύτα.: ej ν., ούχέτι.
μηχέτι.: än ν.? τί δέ; τί ούν; τί γάρ; (men) ν.,
άλλά μήν. χαί μήν.

Vidblifva, se Vidhålla.

Vidbränna, προσχαίειν.

Vidd, 1) eg., εύρος, τό. εύρύτης, ή.
εύρυχωρία, ή: = omfång, se d. ο. 2) oeg., μέγεθος,
τό. μήχος, τό. πλήθος, τό.: ν:η af hs makt,
οπό σα έστίν ή δύναμις αυτού.

Vide, -träd, se Pil m. compp.

Vidfoga se Tillfoga.

Vidfästa, έξάπτειν τί (ϊχ) τίνος,
προσπηγνύ-ναι τί τινι 1. πρός τι. προσχολλάν. προσπερονάν,
προσράπτειν (m. nål), προσηλδύν (m. spikar).

Vidga, se Utvidga.

Vidgå, se Bekänna.

Vidgöra, ποιεϊν (τί τινι). χρήσθαί (τινί).
α-πτεσθαι (τινός).

Vidhålla, (cha)μένειν iv 1. Ιπί τινι. Ιμμένειν
[Ιν) τινί. προσχαρτερεϊν, προσλιπαρεϊν τινι.
(δι)-ισχυρίζεσθαι περί τίνος 1. ώς. äfv. διατελεϊν m.
part.

Vidhäfta, se Vidfästa.

Vidhänga, 1) tr., πρός-, Ιξαναρτάν.
Ιξά-πτειν. 2) intr., προσηρτησθαι, προσχεϊσθαί τινι.
εχεσθαί τίνος. Jfr Hänga.

Vidja, λύγος, ή. Ιτε’ϊνη ράβδος, ή.

Vidkomma, se Vidröra, Angå.

Vidkännas, 1) erkänna, (άνα)γιγνώσχειν.
γνωρίζειν. δέχεσθαι. 2) se Bekänna. 3)lida,
utstå, πάσχειν. (ύπο)φέρειν. ύπέχειν. δέχεσθαι.
προς-ίεσθαι.

Vidlyftig, l)eg., ευρύς, 3. εύρύχωρος, 2. 2)
omständlig, μαχρός, 3. ό, ή, τό διά μαχρών ο.
μαχροτέρων. περίεργος, 2. περιττός, 3. διχανι-

64

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0509.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free