- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
19

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - A - Ansluta ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Ansluta — Antaga.

19

stämpling, βούλευμα, ro. Ιπιβουλή, ή,
Ιπιβούλευ-μα τό (stämpling), μηχανή, ή, μηχάνημα, τό
(listig anläggning).: göra a. mot ngn, Ιπιβουλεύειν
τινί. μηχανάσθαι μηχανήν Ini τινι.
Ιπιμηχανά-σθαί τινί τι. 3) anslagen summa, άργύριον
(άπο)-τεταγμένον, τό. χρήματα άπονεμηθέντα, τά.

Ansluta sig, till ngn 1. ngt, προστίθεσθαί
τινι. επεσθαι, συνέπεσθαί τινι. άκολουθεϊν, παρα-,
συναχολουθεϊν τινι. πλησιάζειν τινί. εχεσθαί
τίνος. ϊστασθαι 1. γίγνεσθαι σύν τινι 1. μετά τίνος,
είναι μετά τίνος, συνίστασθαι πρός τινα.; ngt
ansluter sig till ngt (= följer derefter), εξής
τινός ίστί τι.

Anslå, 1) uppslå, προσπηγνύναι, προσάπτειν,
προσηλουν, på ngt, τινί.: — tillkännagifva gm
anslag, προγράφειν. 2) en sträng, χρούειν.: en ton,
se Angifva. 3) bevilja, anvisa, άποτάττειν.
ά-πονέμειν. 4) uppskatta, τιμάν. λογίζεσθαι.
χα-θιστάναι τιμήν τίνος. 5) göra intryck, verkan,
χινεϊν. άντιλαμβάνεσθαί τίνος, άύνασθαι.
άρέ-σκειν. εύάοχιμήϋαι.

Anspann, ζεύγος, τό. συνωρίς, ίάος, η. άρμα, τό.

Anspela, αϊνίττεσθαί τι 1. εις, πρός τι.
συν-εμφαίνειν τι. τείνειν εις, πρός τι. Jfr
Afseende 1).

Anspelning, αίνιγμα, τό. υπόνοια, ή.
συν-έμφασις, ή.

Anspråk, άξίωσις, άιχαίωσις, ή. Ιπίληψις,
ή.: göra a. på ngt, άξιούν τυχεϊν τίνος, άξιούν
m. inf (t. ex. στρατηγεϊν, på befäl), μετα-,
προσποιεϊσθαί τίνος, άμφισβητεϊν τίνος 1. υπέρ
τίνος.: på ngt ss. sin egendom, Ιπιλαμβάνεσθαί
τίνος.: inför rätta, Ιπιάικάζεσθαί τίνος.: sådant
hvarpå rätteligen a. kan göras, Επίδικος, 2.

Anspråksfull, αυθάδης, 2. υπερήφανος, 2.
άλαζών, όνος (om pers.), άλαζονιχός, 3 (om
saker).: vara a., αύθαδίζεσθαι. ύπερηφανία
χρή-σθαι. άλαζονεύεσθαι.

Anspråksfullhet, αύθάδεια, ύπερηφ>ανία,
αλαζονεία, ή.

Anspråkslös, εϋχολος, 2. μέτριος, 3.
μέτρια φρονών. Επιεικής, 2.

Anspråkslöshet, εύχολία, ή. μετριότης, ή.
Επιείκεια, ή.

Anstalt, 1) förberedelse, παρασκευή, ή.
διά-θεσις, ή.: träffa anstalter för ngt,
παρασκευάζε-σθαί τι 1. ΰ$ς ποιήσοντά τι (t. ex. τήν άφοδον 1.
ώς άπιόντα äfv. οπως άπεισι).: foga a., se
Föranstalta. 2) inrättning, κατάσταϋις, ή. τά
καθεστώτα. Vanl. m. särskilda ord f. de särskilda
slagen, t. ex. a. f. undervisning, παιδευτήριον, τό.
διδασκαλεϊον, τό. f. kroppsöfningar, γνμνάσιον,
τό. m. fl. Jfr Inrättning.

Ansticka, se Smitta.

Anstifta, ποιεϊν τι. κινεϊν τι. αίτιον
γίγνεσθαι τίνος, Εγείρειν τι (stridigheter ο. d.).:
hemligt ο. listigt, μηχανάσθαι. τεχνάσθαι.
σκευωρεϊ-ad·αι. συντάττειν.

Anstiftan, -ning, μηχανή, ή. τέχνημα, τό.
σκευωρία, ή. vanl. m. υυ.

Anstryka, (Επι)χρίειν. περι-, Επαλείφειν.
Ε-πιχρωννύναι.: m. kalk, κονιάν.

Anstrykning, 1) eg., Επίχρισις, ή.
Επίχρω-σις, ή. αλοιφή, ή. 2) fig., είδος, τό. δόξα, ή.:
ge ngn a. af ngt, περιάπτειν 1. παρέχειν τινι
δόξαν τινός.: ge sig a. af ngt, δόξαν
περιβάλ-λεσθαί τίνος, προσποιεϊοθαι m. inf.

Anstränga, Εν-, ini", xara-, σνντείνειν.: a.
sig, διατείνεσθαι. Επιτείνεσθαι. σνντείνειν.: a.
alla sina krafter, πάντα μηχανάσθαι 1. τεχνάσθαι.
ini πάν Ελθεϊν. πάντα ποιεϊν. (Ordspr., πάντα
κάλων Εξ-, Εφιέναι 1. ϊντείνειν 1. κινεϊν. πάντα
λίθον κινεϊν.

Ansträngning, διά-, &>-, σύντασις, ή.
σνν-τονία, ή. σπουδή, ή. πόνος, ο.: utan a., άκονιτί.

Anstå, 1) passa, πρέπειν. άρμόττειν. είναι
πρός τίνος, κοσμεϊν τινα (a. väl). 2) behaga,
«-ρέβκει μοί τι. άγαπώ τι.: ngt anstår mig icke,
απαρέσκει μοί τι. δνσχεραίνω τι.: en s. ingenting
anstår, δύσκολος, δνσχερής, 2 3) uppskjutas,
άναβάλλεσθαι (pass.).: låta a., άναβάλλεσθαι
(med.), άναβολήν ποιεϊσθαί τίνος.

Anstånd, άναβολή·» ή.

Anställa, 1) tillställa, παρασκευάζειν.
xam-σχενάζειν. ποιεϊν. τιθέναι : täflingskamp, αγώνα
τιθέναι 1. προτιθέναι.: a. undersökning,
mönstring ο. s. ν., se subst. 2) gifva en tjenst,
befattning, καθιστάναι. τάττειν. άποδεικννναι τινά
τινα (t. ex. ναΰαρχον).

Anställning, 1) παρασκευή, ή. vanl. gm ν ν.:
af en täflingskamp, άγωνοθεσία, ή. 2)
κατάστα-σις, τάξις, ή. άπόδειξις, ή: = embete, se d. ο.

Anständig, ευσχήμων, 2. κόσμιος, 3.
Επιεικής, 2. πρέπων, ουσα, ον. αϊδήμων, 2 (ärbar).:
anständigt uppförande, εύσχημοούνη, κοτμιότης, η.

Anständighet, εύσχημοσύνη, η. κοσμιότης,
ή. Επιείκεια, ή. τό πρέπον, αιδώς, ους, ή.

Anstöt, πρόσκρουμα, τό. λύπη, ή. άχος, τό.:
ge anstöt, προσκρούειν, äfv. π^οσπταίειν τινί.
λυ-πεϊν τινα.: taga a., άγανακτησαι. άχθεσθαι.
λύ-ιτεϊσθαι. άυσχεραίνειν (τί).

Anstötlig, άτοπος, 2. δυσχερής, 2. λυπηρός,
3. άγανακτητός, 2. : ngt är mig a., απαρέσκει μέ
τι. δυσχεραίνω τι. Jfr Föreg.

Anstötlighet, άτοπία, η. τό άτοπον, άυς-

Ansvar, λόγος, ό. ευθύνη, ή (vanl. plur.).:
ställa till a., λαμβάνειν λόγον 1 άίκην παρά
τίνος. άνακρίνειν τινά.: stå till a., άίκην 1.
εύθύ-νας ύπέχειν 1. άιάόναι, för ngt, τινός,
ύπεύθν-νον γίγνεσθαι.: icke underkastad ngt a.,
ανεύθυνος, άνυπεύθυνος, 2.: taga på sig a. för ngt,
ύπεύθυνον παρέχειν εαυτόν τίνος.: stå i a., se Följ.

Ansvara, ύπεύθυνον 1. ύπαίτιον εϊναι 1.
ίαυ-τον παρέχαν τινός, εύθύνας ύπέχειν τινός,
ϊγ-γυάσθαί τινα 1. τι (gå i god för).

Ansvarig, ύπεύθυνος (om pers. o. embeten).
υπαίτιος, 2 (bl. om pers.).

Ansvarsfull, se Yigtig.

Ansätta, ίγκεϊσθαι, ίπικεϊσθαι, προσκεϊσθαί
τινι. πιέζειν τινά. Ινοχλεϊν τινι 1. τινά.
πολιορ-κεϊν τινα. Jfr Anfalla.

Ansökan, -ning, se Begäran.

Antaga, I) träns., a) i sin tjenst,
παραλαμ-βάνειν. [ώς αυτόν) λαμβάνειν, αϊρεϊσθαι.
ποιεϊ-σθαι. καθίστασθαι. προσίεσθαι.: a. ngn till sin
patronus, Ιπιγράφεοθαί τινα προοτάτην. b)
tillbud, förslag, άποάέχεσθαι. εις-, προσάέχεσθαι.
π ροσίεσθαι. αϊρεϊσθαι. Ιπαινεϊν. Ιπικυρούν. c)
tillegna sig gm förändring af sin yttre 1. inre
ha-bitus, προσποιεϊσθαι, περιβάλλεσθαι (t. ex.
σχήμα). λαμβάνειν (μορφάς, ονόματα, εθη, m. m.).
αϊρεϊσθαι (γνώμην ο. d.). χρήσθαι.: a. annan färg,
άλλοιούσθαι τό χρώμα.: a. annan karakter, μετα-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0023.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free