- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
129

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - F - Förmörkelse ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Förmörkelse -

sigte förmörkas vid en anblick, άγριούται το
πρός-ωπόν τίνος 1. σκυθρωπάζει τις Επι τ$ θέα τινός.

Förmörkelse, Επισκότησις, ή.: solens 1.
månans, έκλειιρις ήλιου, σελήνης, ή.

F örn agi a, καθηλούν. χατακλείειν Χλοις.

Förnagling, καθήλωσις, ή. ήλων εμβολή, ή.

Förnamn, προωνύμιον, το’.: m. förnamnet,
ττροώνι/μο?, 2.

Förnedra, a) till stånd 1. ställning,
ταπει-vovv. ταπεινό v ποιεϊν.: f. sig till ngt,
(σνγ)κατα-βαίνειν εις τι. b) moral., καταισχύνειν.: f. sig,
ανάξια πράττειν. καταισχύνειν εαυτόν.

Förnedring, a) ταπείνωσις, ή. ταπεινότης, ή
(ss. tillstånd), b) αισχύνη, ή.

Förneka, 1) neka verkligheten 1. sanningen
af en sak, ού φάναι 1. φάσκειν είναι τινα 1.
τι. (ιάπ-, Εξ)αρνεϊσθαι, έξαρνον είναι 1.
γίγνεσθαι τι 1. περί τίνος, άποφάναι τι 1. m. μή ο.
inf. 1. m. ώς ού, ότι ού.: f. giltigheten af ngt,
άπο-δοκιμάζειν τι. 2) frånsiiga sig gemenskap m. ngn
1. ngt, άπομνύναι, καταπρολείπειν,
(κατα)προ-διδόναι m. acc. 3) i handling f., ποιεϊν παρά τι.
προδιδόναι τι. ού μεμνήσθαί τίνος, άμνημονεϊν
τίνος.: f. sig sjelf, βιάζεσθαι εαυτόν. Se f. öfr.
Neka.

Förnekande, άρνησις, ^à^ff^, f. öfr.
gm vv.

Förnimbar, αισθητός, 3. αισθητικός, 3.

Förnimma, αϊσθάνεσθαι. πννθάνεσθαι.
μαν-θάνειν. άκούειν.

Förnimmelse, 1) förnimmande, αϊσθησις, jJ.
«χο>}, »J. 2) det förnumna, αίσθημα, το’,
ακουσία, τό.

Förning, τό φερό μενον. α τις φέρεται,
έρανος, ο1.

Förnuft, Aoyo?, ό. τό Aoy«mjioV. j/ofc, ό.
φρόνησις, ή. σύνεσις, £ τό φρόνιμον. γνώμη, τ}
(förnuftig insigt), λογισμός, oc (beräkning,
öfverläggning). : bringa till f., σωφρονίζειν. κολάζειν.:
sunda förnuftet lärer, oc Aoyof αίρίϊ.

Förnuftig, Aoyo»/1. νουν έχων, ουσα, ον,
ίλ-λογος, 2 (m. förnuft begåfvad), λογικός, 3
(detsamma; men äfv. förnuftsenlig, logisk), έμφρων,
2 (både s. har o. s. brukar förnuft), εύλογος, 2 (bl.
om saker), φρόνιμος, 2, συνετός, 3, ευγνώμων,
2 (förståndig, klok), μέτριος, σώφρων, 2,
fcjjff, 2 (hofsam, lydande förnuftet). 2 (sund,

förståndig, om resonnement, beslut o. d.).: göra
ett förnuftigt bruk af ngt, efc δέον χρήσθαί τινι.:
icke komma fram m. ngnting förnuftigt, μηδέν
υγιές προφέρειν.: handla förnuftigt, σωφρονεϊν.
— Adv. νουνεχόντως. λογονεχόντως.

Förnuftighet, m. neutr.a,iadjj. Jfr Klokhet.

Förnuftslära, λογική, ή.

Förnuft slös, άφρων, 2. άλογος, 2. άνόη·
τος, 2.

Förnuftslöshet, <*λθ)/ία, j}. άφροσύνη, ή.

ο.

Förnuftslut, ο^λλο^κτμον, ο1.

Förnuftsstridig, άλογος, 2.

Förnya, «ϊ/«ί>ίοι>ι>, vanl. -ουσ^α*.
Επανανεού-σθαι. καινοποιεϊν. άνακαινίζειν. Επισκενάζειν,
α-νορθούν (iståndsätta). άποκαθιστάναι (hvad s.
varit afskaffadt). άναλαμβάνειν, Επαναλαμβάνειν (å
nyo begynna, t. ex. λόγον). Ofta gm αύθις,
πάλιν, (τό) δεύτερον, t. ex. fienderna förnyade sitt
Anfall, πάλιν Επέθεντο ol πολέμιοι.: f. en strid,

-Förolämpning. 129

πάλιν καταβήναι εις μάχην. αύθις άπτεσθαι τής
μάχης, δεύτερον μαχέαασθαι.: f. en process,
πα-λινδικεϊν.: f. sig, ανθις γίγνεσθαι 1. καταστήναι.
Επ ανελθεϊν.

Förnyande, άνανέωσις, ή. καινοποιία, ή.
ά-νακαίνισις, άνακαίνωσις, ή. Επισκενή, ή.
άποκα-τάστασις, ή.

Förnäm, a) af hög börd, stånd, ενγενής, 2.
έντιμος, 2. τίμιος, 3. δόκιμος, 2. πρωτεύων,
ον-σα, όν.: de förnäma, äfv. οι κάλοι κάγαθοί. b)
s. röjer förnämhet, σεμνός, 3. σεμνοπρεπής, 2
(Sedn.).: förnäma miner, σεμνόν πρόσωπον, όφρύς,
ύος, ή.: antaga sdne, σεμνοπροσωπεϊν.: bli f.,
σεμνόν τινα γίγνεαθαι.: göra sig f., σεμνύνεσθαι.
μεγαλύνεσθαι. θρύπτεσθαι.: s. gör sig f., σεμνός,
3. σοβαρός, 3.

Förnämhet, ευγένεια, ή (ädelbördighet).
τιμή, ή (ära, anseende), σεμνότης, ή,
σεμνοπρέ-πεια, ή (i skick ο. låter).

Förnämligare, Εντιμότερος, 3. τιμιώτερος,
3. κρείττων, 2. άμείνων, 2. πλέονος άξιος, 3.

Förnämligast, se Isynnerhet.

Förnämst, πρώτος, 3. κράτιστος, 3. άριστος,
3. μέγιστος, 3. πάντων διαφέρων, ουσα, ον.

Förnärma, άδικεϊν τινα. λνπεϊν τινα. βλάπτειν
τινά. καθάπτεσθαί τίνος.

Förnärmelse, άδικία, ή. άδικη μα, τό.
βλά-ψις, ή.

Förnödenheter, Επιτήδεια, τά.: lifvets f.,
τά προς τον βίον. äfv. bl. βίος, ό.: krigets f.,
τά πρός τον πόλεμον.

Förnöja, 1) bereda nöje, τέρπειν,
εύφραι-νειν, ψνχαγωγεϊν, κηλεϊν τινα. ενθνμίαν παρέχειν
τινί.: f. sig, ενπαθεϊν. τέρπεσθαί τινι 1. m.part.
ήδεσθαι, ενφραίνεσθαι, χαίρειν τινί 1. Επί τινι 1.
m. part. 2) se Tillfredsställa. — förnöjd,
a) nöjd o. glad, εύθυμος, 2. ενφραινό μένος, 3.
γεγηθώς, υϊα, ός. ιλαρός, 3. φαιδρός, 3.
περιχαρής, 2. εύκολος, 2.: vara f., ενθυμίαν έχειν I.
άγειν. εύφραίνεσθαι, ήδεσθαι, γεγηθέναι, χαιρειν
τινί 1. Επί τινι. b) se Nöjd.

Förnöjelse, 1) förnöjande, τέρψις, ή.
ψυχαγωγία, ή.: = tillfredsställelse, se d. o. 2) se
Nöje.

Förnöjsam, εύκολος, 2. μέτριος, 3. σώφρων,
2. ολιγαρκής, εύτελής, 2 (tarflig), αύτάρκης, 2
(sig sf nog).: vara f., μετρίων δεϊσθαι. ραδίως
έχειν άρκούντα. όλιγαρκεϊν. ευκόλως 1. εύτελώς ζήν.

Förnöjsamhet, ευκολία, ή. μετριότης, ή.
σωφροσύνη, ή. αύτάρκεια, ή.

Förnöta tiden, διατρίβειν τον χρόνον.

Förolyckas, άπ-, Εξαπόλλυσθαι.
διαφθείρε-σθαι.

Förolyckande, διαφθορά, ή. Se
Misslyckande, Skeppsbrott.

Förolämpa, άδικεϊν τινα (förorätta), λυπεϊν
τινα (kränka, såra), προσκρούειν, προσκόπτειν
τινί (stöta).: afsigtligt ο. öfvermodigt, ύβρίζειν
τινά 1. εϊς τινα. καθνβρίζειν τινά 1. τινός.
Εφυβρί-ζειν τινί.: känna sig förolämpad af ngt, βαρέως
1. χαλεπώς φέρειν\, άγανακτεϊν, άχθεσθαί τινι 1.
Επί τινι 1. bl. τί. — förolämpande,
άδικητι-χός, 3. υβριστικός, 3. πικρός, χαλεπός, 3 (om
saker).

Förolämpning, άδικία, ή. άδίκημα, τό.
πρόσ-κρουμα, τό. ύβρις, εως, ή. υβρισμα, τό.: erfara
I, άδικεϊσθαι. ύβρίζεσθα*. κακώς πάσχειν. den

17

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0133.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free